μπογντίζω
(ρ.)
μπογντίζω
[boɣˈdizo]
Μισθ., Τροχ.
μπογτίζω
[boɣˈtizo]
Μισθ., Τροχ.
μπογντούζω
[boɣˈduzo]
Αξ., Αραβαν.
μπογντώ
[boɣˈdo]
Μαλακ., Μισθ.
μπογτώ
[boɣˈto]
Μισθ.
πογτώ
[poɣˈto]
Φλογ.
μπογντού
[boɣˈdu]
Ουλαγ.
πογοdώ
[poɣoˈdo]
Ποτάμ.
Αόρ.
μπόγ’σα
[ˈboɣsa]
Αραβαν., Μισθ.
μπόχ’σα
[ˈboxsa]
Μισθ.
μπούχ’σα
[ˈbuxsa]
Μισθ.
Υποτ. Αόρ.
μποϊγτίσου
[boiˈɣtisu]
Μισθ.
πογοντίσω
[poɣoˈdiso]
Ποτάμ.
Από τον αόρ. boğdu του ρ. boğmak = πνίγω, στραγγαλίζω.
1. Πνίγω, προκαλώ ασφυξία
ό.π.τ.
:
Άμα ήρτεν αλιπήκα, πιάσεν το και να το παγοdήσ̑’ ήτονε. και αλιπήκα είπεν: «μη με πογοdάς, και εγώ θιάνω σε καλό»
(όταν η αλεπού ήρθε, την έπιασε και επρόκειτο να την πνίξει, και η αλεπού είπε «μη με πνίγεις, εγὠ θα σου κάνω καλό» )
Ποτάμ.
-Dawk.
Εγώ ας πάρω το κορίτσ̑’, ποτ’ το λούζω ας το μπογντούσω
(Εγώ ας πάρω το κορίτσι και καθώς το λούζω ας το πνίξω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ένα μέρα εγώ, ’πότ’ το λούζω το κορίτσ̑’, να το μπογντίσω
(Μια μέρα εγώ, την ώρα που θα το λούζω το κορίτσι, θα το πνίξω)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Λύκος ίπτε πιάν' παρτζαλατά το μαύρο κ' ύστερα σαρι̂λτά πογτά το ποζαράχ και τρώει, χορτάν΄ το καργιά τ'
(O λύκος πρώτα πιάνει, κομματιάζει το μαύρο, ενν. βόδι, και ύστερα αγκαλιάζει, πνίγει το γκρίζο και τρώει, χορταίνει την κοιλιά του)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Κιρυός σ̑ήκουσιν μπολλά τ͑όζ̑α, μπόχ’σεν
(ο καιρός σήκωσε πολλές σκόνες, μ’ έπνιξε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Είχι ένα μικρό φσ̑άχ', έσυριν του σ' θάλασσα απέσ' τσι μπόγ’σ̑ι ντου
(Είχε ένα μικρό παιδί, το πέταξε στην θάλασσα μέσα και το έπνιξε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Kι αμ' γιατσ̑ί ντεν το μπόγσες;
(Και γιατί δεν τον έπνιξες;)
Αραβαν.
-Φωστ.
Έχον το δεμένο το κουτί ασ' σο κουρκούρι τ' και χάιπεις να το κουντίσ̑'νε σο θάλασσα, να το πογτίσ̑'νε
(Είχαν δεμένο το κουτάβι από τον λαιμό και ήταν έτοιμοι να το πετάξουν στην θάλασσα, να το πνίξουν)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
|| Φρ.
Κάτσι καλά μη σι μπογτίσου
(Κάτσε καλά μη σε πνίξω˙ απειλή)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μπογντά τζίγαρις
(Πνίγει τσιγάρα˙ καπνίζει αρειμανίως)
Μισθ.
-Μακρ.
|| Ασμ.
Σήμερα απέ μακριά άκουσα ένα λόγος,
έρανεν αλήα μπούχ’σεν τα μέσα μου (Σήμερα από μακριά άκουσα έναν λόγο,
αν είναι αλήθεια, έπνιξε το μέσα μου) Μισθ. -Κωστ.Μ.
έρανεν αλήα μπούχ’σεν τα μέσα μου (Σήμερα από μακριά άκουσα έναν λόγο,
αν είναι αλήθεια, έπνιξε το μέσα μου) Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Μτφ., κλέβω κάτι
Μισθ.
Συνών.
πνίγω