μποζντώ
(ρ.)
μποζντώ
[bozˈdo]
Μισθ.
μποζτώ
[bozˈto]
Μαλακ.
ποστι-έω
[postiˈeo]
Αφσάρ., Φάρασ.
ποστι-έου
[postiˈeu]
Φάρασ.
ποζτιέζω
[poztiˈezo]
Φάρασ.
Αόρ.
μπόζ’σα
[ˈbozsa]
Μαλακ.
Υποτ.
ποζντι-έσω
[pozdiˈeso]
Αφσάρ.
Παθ. Αόρ.
ποζτιέστα
[poztiʹesta]
Φάρασ.
Μτχ.
μποζντημένου
[bozdiʹmenu]
Μισθ.
ποστιεμένου
[postieˈmenu]
Φάρασ.
Από τον αόρ. bozdu του τουρκ. ρ. bozmak = α) διαλύω, καταστρέφω, χαλώ β) χαλώ χρήματα σε ψιλά γ) αποδιοργανώνω δ) διαφθείρω ηθικά ε) ακυρώνω, όπου και διαλεκτ. τύπ. pozmak.
1. Χαλάω, καταστρέφω
ό.π.τ.
:
Tο γα φά τα, τη χαραή του μου τα ποζντιές
(To γάλα φά το, αλλά μην χαλάς το καϊμάκι του)
Φάρασ.
-Dawk.
Ποζντιέσαμε τα τουφάνκε τουνε
(Χαλάσαμε τα τουφέκια τους)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ποζντιέστα τη μερμητζ̑ιλα̈́
(Kατέστρεψα τη μυρμηγκοφωλιά)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β
Συνών.
κατελώ :1, μπατιρντίζω :3, χαλάνω :1
2. Ειδικότ., ξεχειλώνω
Μισθ.
3. Στον παθ. αόρ., αδιαθέτησα
Φάρασ.