ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μποζντώ (ρ.) μποζντώ [bozˈdo] Μισθ. μποζτώ [bozˈto] Μαλακ. ποστι-έω [postiˈeo] Αφσάρ., Φάρασ. ποστι-έου [postiˈeu] Φάρασ. ποζτιέζω [poztiˈezo] Φάρασ. Αόρ. μπόζ’σα [ˈbozsa] Μαλακ. Υποτ. ποζντι-έσω [pozdiˈeso] Αφσάρ. Παθ. Αόρ. ποζτιέστα [poztiʹesta] Φάρασ. Μτχ. μποζντημένου [bozdiʹmenu] Μισθ. ποστιεμένου [postieˈmenu] Φάρασ. Από τον αόρ. bozdu του τουρκ. ρ. bozmak = α) διαλύω, καταστρέφω, χαλώ β) χαλώ χρήματα σε ψιλά γ) αποδιοργανώνω δ) διαφθείρω ηθικά ε) ακυρώνω, όπου και διαλεκτ. τύπ. pozmak.
1. Χαλάω, καταστρέφω ό.π.τ. : Tο γα φά τα, τη χαραή του μου τα ποζντιές (To γάλα φά το, αλλά μην χαλάς το καϊμάκι του) Φάρασ. -Dawk. Ποζντιέσαμε τα τουφάνκε τουνε (Χαλάσαμε τα τουφέκια τους) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ποζντιέστα τη μερμητζ̑ιλα̈́ (Kατέστρεψα τη μυρμηγκοφωλιά) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ344Β Συνών. κατελώ :1, μπατιρντίζω :3, χαλάνω :1
2. Ειδικότ., ξεχειλώνω Μισθ.
3. Στον παθ. αόρ., αδιαθέτησα Φάρασ.