μποϊλούς
(επίθ.)
μποϊλούς
[boiˈlus]
Σίλ.
ποϊλούς
[poiˈlus]
Φάρασ.
Θηλ.
ποϊλούσα
[poiˈlusa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. boylu = ψηλός. Το θηλ. ποϊλούσα με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. -α στο ποϊλούς.
Για άνθρωπο, ψηλός
ό.π.τ.
:
Έρσ̑ιτι εις οκαλούς ντελι̂́γανους, ουζούν, μποϊλούς
(Έρχεται ένας εξαιρετικός νέος, ψηλός, με παράστημα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5