ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μποϊλούς (επίθ.) μποϊλούς [boiˈlus] Σίλ. ποϊλούς [poiˈlus] Φάρασ. Θηλ. ποϊλούσα [poiˈlusa] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. boylu = ψηλός. Το θηλ. ποϊλούσα με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. στο ποϊλούς.
Για άνθρωπο, ψηλός ό.π.τ. : Έρσ̑ιτι εις οκαλούς ντελι̂́γανους, ουζούν, μποϊλούς (Έρχεται ένας εξαιρετικός νέος, ψηλός, με παράστημα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5