μπόκασα
(ουσ. θηλ.)
μπόκασα
[bokasa]
Σίλ.
Αγν. ετύμ., πιθ. συνδέεται με το τουρκ. ουσ. bok = ακαθαρσία, κοπριά, πβ. bok böceği = κοπρομπάμπουρας. Εναλλακτικά πιθ. προέρχεται από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. böğü, büğü, büğe = α) είδος αράχνης β) κρεμμυδοφάγος, (γρυλοτάλπη) έντομο που μοιάζει με σκαθάρι (THADS, λ. böğü ΙΙ).
1. Kατσαρίδα
Σίλ.
:
'πώσκαν μας τουρτά αχράπι, κοπανούμ’ ρυό τρεις μπόκασες, σέκνουμ’ τα απάνου
(Όταν μας τσιμπά σκορπιός, κοπανούμε δυο-τρεις κατσαρίδες και τις βάζουμε επάνω)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6