ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπόκασα (ουσ. θηλ.) μπόκασα [bokasa] Σίλ. Αγν. ετύμ., πιθ. συνδέεται με το τουρκ. ουσ. bok = ακαθαρσία, κοπριά, πβ. bok böceği = κοπρομπάμπουρας. Εναλλακτικά πιθ. προέρχεται από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. böğü, büğü, büğe = α) είδος αράχνης β) κρεμμυδοφάγος, (γρυλοτάλπη) έντομο που μοιάζει με σκαθάρι (THADS, λ. böğü ΙΙ).
1. Kατσαρίδα Σίλ. : 'πώσκαν μας τουρτά αχράπι, κοπανούμ’ ρυό τρεις μπόκασες, σέκνουμ’ τα απάνου (Όταν μας τσιμπά σκορπιός, κοπανούμε δυο-τρεις κατσαρίδες και τις βάζουμε επάνω) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Σκαθάρι Σίλ. Πβ. κλάντζαρος