μπόλκα
(ουσ. θηλ.)
μπόλκα
[ˈbolka]
Μαλακ., Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. bolka= είδος πανωφορίου. Βλ. Καραποτόσογλου (2005: 105). Σύμφωνα με τον Tietze (2017: λ. bolka I) ίσως από το πολων. ουσ. polka = Πολωνέζα, γιατί το πανωφόρι θύμιζε το ένδυμα της γυναικείας πολωνικής ενδυμασίας
Είδος γυναικείου πανωφοριού
ό.π.τ.
:
Αμ αδαρά τα καινούργια τα νυφάδες θέλουν […] μπόλκες, αμαζόνες κι άλλα μπολλά
(Αμ οι τωρινές οι νύφες θέλουν πόλκες, αμαζόνες και πολλά άλλα)
Σινασσ.
-Λεύκωμα