μποϊούτημα
(ουσ. ουδ.)
μποϊούτημα
[boiˈutima]
Μισθ.
Από το ρ. μποϊουτίζω και το παραγωγ. επίθ. -ημα.
Σωματική ανάπτυξη
Μισθ.