μποΐζω
(ρ.)
μποΐζω
[boizo]
Τελμ.
Από το ουσ. μπόι και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω βλ. και (Dawkins 1916: 668). Πβ. και τουρκ. ρ. boy atmak = μεγαλώνω, αναπτύσσομαι.