μποζαράχ
(επίθ.)
ποζαράχ
[pozaˈrax]
Φλογ.
Από το τουρκ. επίθ. bozrak = ανοικτός γκρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. bozarak (THADS, λ. bozarak).
Γκρίζος, ψαρός
:
Τὀνανού το ρενκ κειόταν ποζαράχ και τ' αλλονού μαύρο
(Του ενός το χρώμα ήταν ψαρό και του αλλουνού μαύρο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
κίρι