μπογουλντίζω
(ρ.)
μπογουλντίζου
[boɣuˈldizu]
Μισθ.
μπογουλτίζω
[boɣulˈtizo]
Μαλακ.
πογουλντίζου
[poɣuˈldizu]
Μισθ.
μπουλντίζου
[buˈldizu]
Μισθ.
μπογουλντούζω
[boɣuˈlduzo]
Αξ.
πογουλτώ
[poɣulʹto]
Φλογ.
Αόρ.
μπογούλτσα
[boˈɣultsa]
Μαλακ., Μισθ.
μπουγκάλτσ̑α
[buˈgaltsça]
Μισθ.
μπουγούλτσισα
[buˈɣultsisa]
Σίλ.
Παθ. Μτχ.
μπογουλντημένου
[boɣuldiʹmenu]
Μισθ.
Από το αόρ. boğuldu του ρ. boğulmak = α) πνίγομαι β) στενοχωριέμαι. H μτχ. μπογουλμούς = πνιγμένος από τουρκ. μτχ. boğulmus.
1. Πνίγομαι
ό.π.τ.
:
Τ’ άλλο το πήρεν το λερό, πούρτ’ να μπογουλντούσ̑’, γουλτών' ντο ένα τσ̑ιφτσ̑ής
(το άλλο (ενν. το παιδί) το παρέσυρε το νερό, πριν πνιγεί, το γλιτώνει ένας ζευγάς)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
‘τουν μας ανέβασαν σου μπαμπόρ' απάν’, ένα ναίκα έπισιν σου ντιαγκίζ τσι μπογούλτσιν
(Όταν μας ανέβασαν πάνω στο βαπόρι, μιά γυναίκα έπεσε στην θάλασσα και πνίγηκε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Οπ’ ντουμάνι μπουγούλτσισασι ούλοι, ούλοι πέσανασι
(Από τον καπνό πνίγηκαν όλοι, όλοι πέθαναν)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ4
Ήρτα κούπαλλαϊ να μπογουλντίσου, να 'πέσου
(Ήρθα ανάποδα να πέσω να πνιγώ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Σοράαν να έρθι να σι βρίξ'νι μπογουλντημένου ηδουν
(Ύστερα θα έρχονταν να σε έβρισκαν πνιγμένη)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Μπογούλντα να ησυχάσ' απ' ισένα
(Άντε πνίξου να ησυχάσω από σένα˙ έκφραση δυσαρέσκειας)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ντεν πα να μπογουλτίεις;
(Δεν πας να πνιγείς;˙ ύβρις)
Μισθ.
-Μακρ.
Μπογούλτσι σ' άργαδα
(Πνίγηκε στις δουλειές˙ έχει πάρα πολλές δουλειές)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Αγχώνομαι
Μισθ.