ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπογουλντίζω (ρ.) μπογουλντίζου [boɣuˈldizu] Μισθ. μπογουλτίζω [boɣulˈtizo] Μαλακ. πογουλντίζου [poɣuˈldizu] Μισθ. μπουλντίζου [buˈldizu] Μισθ. μπογουλντούζω [boɣuˈlduzo] Αξ. πογουλτώ [poɣulʹto] Φλογ. Αόρ. μπογούλτσα [boˈɣultsa] Μαλακ., Μισθ. μπουγκάλτσ̑α [buˈgaltsça] Μισθ. μπουγούλτσισα [buˈɣultsisa] Σίλ. Παθ. Μτχ. μπογουλντημένου [boɣuldiʹmenu] Μισθ. Από το αόρ. boğuldu του ρ. boğulmak = α) πνίγομαι β) στενοχωριέμαι. H μτχ. μπογουλμούς = πνιγμένος από τουρκ. μτχ. boğulmus.
1. Πνίγομαι ό.π.τ. : Τ’ άλλο το πήρεν το λερό, πούρτ’ να μπογουλντούσ̑’, γουλτών' ντο ένα τσ̑ιφτσ̑ής (το άλλο (ενν. το παιδί) το παρέσυρε το νερό, πριν πνιγεί, το γλιτώνει ένας ζευγάς) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. ‘τουν μας ανέβασαν σου μπαμπόρ' απάν’, ένα ναίκα έπισιν σου ντιαγκίζ τσι μπογούλτσιν (Όταν μας ανέβασαν πάνω στο βαπόρι, μιά γυναίκα έπεσε στην θάλασσα και πνίγηκε) Μισθ. -Κοτσαν. Οπ’ ντουμάνι μπουγούλτσισασι ούλοι, ούλοι πέσανασι (Από τον καπνό πνίγηκαν όλοι, όλοι πέθαναν) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ4 Ήρτα κούπαλλαϊ να μπογουλντίσου, να 'πέσου (Ήρθα ανάποδα να πέσω να πνιγώ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Σοράαν να έρθι να σι βρίξ'νι μπογουλντημένου ηδουν (Ύστερα θα έρχονταν να σε έβρισκαν πνιγμένη) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Μπογούλντα να ησυχάσ' απ' ισένα (Άντε πνίξου να ησυχάσω από σένα˙ έκφραση δυσαρέσκειας) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ντεν πα να μπογουλτίεις; (Δεν πας να πνιγείς;˙ ύβρις) Μισθ. -Μακρ. Μπογούλτσι σ' άργαδα (Πνίγηκε στις δουλειές˙ έχει πάρα πολλές δουλειές) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Αγχώνομαι Μισθ.