μπογιαλής
(επίθ.)
πογιαλούς
[poʝaˈlus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. boyalı =βαμμένος.
Βαμμένος με διάφορα χρώματα
Φάρασ.
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024