μπιτσίμι
(ουσ. ουδ.)
μπιτσίμ'
[biˈtsim]
Μαλακ., Μισθ.
πιτ͑σ̑ίμι
[piˈtʰʃimi]
Φάρασ.
πιτσίμ'
[piˈtsim]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. biçim = μορφή, σχέδιο.
Σχέδιο, μορφή, τύπος
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Χαϊβανού πιτσίμ
(εικόνα ζώου˙ ανόητος. Πβ. τουρκ. <em>hayvan biçimli</em> =ζωόμορφος)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Γαμώ του μπιτσίμι τ'
(γαμώ τα μούτρα του˙ ύβρις)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ