ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπιτσίμι (ουσ. ουδ.) μπιτσίμ' [biˈtsim] Μαλακ., Μισθ. πιτ͑σ̑ίμι [piˈtʰʃimi] Φάρασ. πιτσίμ' [piˈtsim] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. biçim = μορφή, σχέδιο.
Σχέδιο, μορφή, τύπος ό.π.τ. : || Φρ. Χαϊβανού πιτσίμ (εικόνα ζώου˙ ανόητος. Πβ. τουρκ. <em>hayvan biçimli</em> =ζωόμορφος) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Γαμώ του μπιτσίμι τ' (γαμώ τα μούτρα του˙ ύβρις) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ