ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπισί (ουσ. ουδ.) μπισ̑ί [biˈʃi] Αξ. Πληθ. μπισ̑ία [biˈʃia] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. besi = α) πάχυνση ζώου που προορίζεται για σφαγή β) σφάγιο (πβ. μπεσί = θρεφτάρι Θράκ.) γ) σφήνα σταθεροποίησης.
1. Πάχυνση ζώου για σφαγή, με ακινητοποίησή του σε ένα ξύλινο πλαίσιο : Χ̇έκνισ̑καμ’ το γουρούν’ ’ς το μπισ̑ί· μπισ̑ί κειόσουν ένα τ͑αχτά και εbρό είχ̇εν ένα τ͑ύρα, απαπίσω ζανdωμένο, και αποκεί μπόρ’σαμ’ να το ταΐσουμ’· ντίισ̑καμ’ το λίγο αλέφ’, με το νερό γαριστίρζαμ’ ντο, για να παΰν̑’ (Βάζαμε το γουρούνι στην πάχυνσηi· η πάχυνση ήταν ένα ξύλο και από μπροστά είχε μια πόρτα, αποπίσω ήταν σφαλισμένο, και από εκεί μπορούσαμε να το ταΐσουμε· του δίναμε λίγο αλεύρι, το ανακατεύαμε με νερό, για να παχύνει) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555
2. Θρεφτάρι, ζώο που έχει παχυνθεί για σφαγή και έχει πολύ λίπος : Ά ρε τι μπισ̑ία είχαμ’! Γιόμωναμ’ τρία-τέσσερα τενεκέα βούτ’ρο (Α ρε τι θρεφτάρια είχαμε! Γεμίζαμε τρεις-τέσσερις ντενεκέδες βούτυρο) Αξ. -ΙΛΝΕ 1556
Τροποποιήθηκε: 09/11/2025