ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπιρντέν (επίρρ.) μπιρντέν [birˈden] Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ. μπίρντεν [ˈbirden] Φάρασ. πίρτεν [ˈpirten] Φάρασ. μπιρντέμ [biirˈdem] Σίλ. μπιουρτάμ [bʝurˈtam] Μισθ. πιρντα̈́ν [pirˈdæn] Αφσάρ. πιουρντάν [pçurˈdan] Μισθ. Από το τουρκ. επίρρ. birden, όπου και διαλεκτ. τύπ. birdan και birdän = α) ξαφνικά, β) μαζί, ταυτόχρονα.
1. Ξαφνικά, με μιας, αμέσως ό.π.τ. : Μπιρντέν χιώρ’σα τον ητον, καργιά μ’ κόπε (Ξαφνικά μόλις τον είδα, τρόμαξα) Ουλαγ. -Κεσ. Ντο πατισάχ μπιρντέν φο’όχε, πετάε (Ο βασιλιάς μονομιάς φοβήθηκε, πετάχτηκε) Ουλαγ. -Κεσ. Μπίρντεν έλειψαν 'σ' ση μέση! (Μονομιάς εξαφανίστηκαν!) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Μπιουρντάν πέφτεις πίσ’ (Ξαφνικά πέφτεις πίσω) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Μπιουρντάν ράντσαμ’ 'να φέγ' ντουσμάνους (Ξαφνικά είδαμε να φεύγει ο εχθρός) Μισθ. -Κοτσαν. Μπιουρτάμ - μπιουρτάμ ράν’τσ̑α ομbρό μ’ 'να σ̑έι (Απότομα είδα μπροστά μου κάτι) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Επιτασσόμενο σε αριθμητικά, όλο μαζί, ταυτόχρονα Ουλαγ. : Πένdι μπιρντέν (Πέντε μαζί) Ουλαγ. -Κεσ.