μπιρντέν
(επίρρ.)
μπιρντέν
[birˈden]
Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ.
μπίρντεν
[ˈbirden]
Φάρασ.
πίρτεν
[ˈpirten]
Φάρασ.
μπιρντέμ
[biirˈdem]
Σίλ.
μπιουρτάμ
[bʝurˈtam]
Μισθ.
πιρντα̈́ν
[pirˈdæn]
Αφσάρ.
πιουρντάν
[pçurˈdan]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίρρ. birden, όπου και διαλεκτ. τύπ. birdan και birdän = α) ξαφνικά, β) μαζί, ταυτόχρονα.
1. Ξαφνικά, με μιας, αμέσως
ό.π.τ.
:
Μπιρντέν χιώρ’σα τον ητον, καργιά μ’ κόπε
(Ξαφνικά μόλις τον είδα, τρόμαξα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ντο πατισάχ μπιρντέν φο’όχε, πετάε
(Ο βασιλιάς μονομιάς φοβήθηκε, πετάχτηκε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Μπίρντεν έλειψαν 'σ' ση μέση!
(Μονομιάς εξαφανίστηκαν!)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Μπιουρντάν πέφτεις πίσ’
(Ξαφνικά πέφτεις πίσω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Μπιουρντάν ράντσαμ’ 'να φέγ' ντουσμάνους
(Ξαφνικά είδαμε να φεύγει ο εχθρός)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μπιουρτάμ - μπιουρτάμ ράν’τσ̑α ομbρό μ’ 'να σ̑έι
(Απότομα είδα μπροστά μου κάτι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Επιτασσόμενο σε αριθμητικά, όλο μαζί, ταυτόχρονα
Ουλαγ.
:
Πένdι μπιρντέν
(Πέντε μαζί)
Ουλαγ.
-Κεσ.