μπιρντενμπιρέ
(επίρρ.)
μπιρντενbιρέ
[birdenbiˈre]
Αξ., Φάρασ.
μπιρντεμπιρέ
[birdebiˈre]
Μαλακ.
πιρντα̈νπιρα̈́
[pirdænpiˈræ]
Αφσάρ.
μπουρντάμ μπουρντάμ
[burʹdam burʹdam]
Μισθ.
Από το τουρκ. birdenbire = ξαφνικά.
Ξαφνικά, με μιας, αμέσως
ό.π.τ.
:
Μπιρντενbιρέ να φύγω
(Θα φύγω αμέσως)
Αξ.
-Dawk.
Συνών.
χαμπάρσουλαϊ :3