ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπιρντενμπιρέ (επίρρ.) μπιρντενbιρέ [birdenbiˈre] Αξ., Φάρασ. μπιρντεbιρέ [birdebiˈre] Μαλακ. πιρντεbιρέ [pirdebiˈre] Σινασσ. πιρντα̈νπιρα̈́ [pirdænpiˈræ] Αφσάρ. μπουρντάμ μπουρντάμ [burˈdam burˈdam] Μισθ. Από το τουρκ. birdenbire = ξαφνικά.
Ξαφνικά, με μιας, αμέσως ό.π.τ. : Μπιρντενbιρέ να φύγω (Θα φύγω αμέσως) Αξ. -Dawk. Συνών. χαμπάρσουλαϊ :3
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025