μπιριντζί
(επίθ.)
μπιριντζ̑ί
[birinˈdʒi]
Αξ., Αραβαν.
πιριντσ̑ής
[pirinˈtʃis]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. birinci = πρώτος.
1. Πρώτος
ό.π.τ.
:
Το μπιριντζ̑ί μ’ το μπελά το ήρτε σο κιφάλι μ’ ετό
(Το πρώτο πρόβλημα που μου ήρθε στο κεφάλι είναι αυτό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
2. Εξαιρετικός
Φάρασ.