ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπιριντζί (επίθ.) μπιριντζ̑ί [birinˈdʒi] Αξ., Αραβαν. πιριντσ̑ής [pirinˈtʃis] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. birinci = πρώτος.
1. Πρώτος ό.π.τ. : Το μπιριντζ̑ί μ’ το μπελά το ήρτε σο κιφάλι μ’ ετό (Το πρώτο πρόβλημα που μου ήρθε στο κεφάλι είναι αυτό) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
2. Εξαιρετικός Φάρασ.