μπιριντζί
(επίθ.)
μπιρινdζ̑ί
[birinˈdʒi]
Αξ., Αραβαν.
πιριντσ̑ής
[pirinˈtʃis]
Φάρασ.
πιρινdζή
[pirinˈdzi]
Σινασσ.
Από το τουρκ. επίθ. birinci = πρώτος.
1. Πρώτος
ό.π.τ.
:
Το μπιρινdζ̑ί μ’ το μπελά το ήρτε σο κιφάλι μ’ ετό
(Το πρώτο πρόβλημα που μου ήρθε στο κεφάλι είναι αυτό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
2. Εξαιρετικός, καλός
Αξ., Σινασσ., Φάρασ.
Τροποποιήθηκε: 27/08/2025