μπισκί
(ουσ. ουδ.)
μπϋσκΰ
[byˈsky]
Σίλ.
μπουσκού
[buˈsku]
Τροχ.
μπισκί
[biˈsci]
Σινασσ.
μπισκού
[biˈsku]
Ανακ.
μπιτσκί
[bitsˈki]
Σίλατ.
μι̂σ̑χι̂́
[mɯˈʃxɯ]
Τροχ.
πι̂σ̑qι̂́
[pɯˈʃqɯ]
Φλογ.
πισκί
[piˈsci]
Σινασσ.
πιτσ̑χής
[piˈtʃçis]
Φάρασ.
μπουτσ̑ουγού
[butʃuˈɣu]
Μαλακ., Μισθ.
Πληθ.
μπουτσ̑ουγούδια
[butʃuˈɣuðʝa]
Μαλακ.
μπουτσ̑ουγούια
[butʃuˈɣuja]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. bıçkı (< παλαιότ. τουρκ. bıçġu), όπου και διαλεκτ. τύπ. bişki = α) είδος πριονωτού μαχαιριού για κλάδεμα β) πριόνι.
1. Κυρτό πριονωτό μαχαίρι με ψιλά δόντια
ό.π.τ.
:
Εγώ βγάλλω το μπουσκού το μαχαίρ’, κόβω ταναγιού τα ράμματα
(Εγώ βγάζω το πριονωτό μαχαίρι, κόβω τα σχοινιά του μοσχαριού)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
2. Πριόνι
Μαλακ., Μισθ., Σίλ.
:
Φέρ' ντου μπουτσ̑ουγού να κόψου λία ξύλα
(Φέρε το πριόνι να κόψω λίγα ξύλα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντου μπουτσ̑ουγού μ' τσ̑είdι τσ̑αίνουργιου
(Το πριόνι μου είναι καινούργιο)
Μισθ.
-Φατ.
Συνών.
πιριόνι
3. Τσάπα, σκαλιστήρι
Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 07/09/2025