μπισκί
(ουσ. ουδ.)
μπϋσκΰ
[byʹsky]
Σίλ.
μπισκί
[biˈsci]
Σινασσ.
μπισκού
[biˈsku]
Ανακ.
μπιτσκί
[bitsʹki]
Σίλατ.
πι̂σ̑qι̂́
[pɯʹʃqɯ]
Φλογ.
πισκί
[piʹsci]
Σινασσ.
πιτσ̑χής
[piˈtʃçis]
Φάρασ.
μπουτσ̑ουγού
[butʃuˈɣu]
Μαλακ., Μισθ.
Πληθ.
μπουτσ̑ουγούδια
[butʃuʹɣuðʝa]
Μαλακ.
μπουτσ̑ουγούια
[butʃuʹɣuja]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. bıçkı (< παλαιότ. τουρκ. bıçġu), όπου και διαλεκτ. τύπ. bişki = α) είδος πριονωτού μαχαιριού για κλάδεμα β) πριόνι.
1. Κυρτό μαχαίρι με ψιλά δόντια, για κλάδεμα
ό.π.τ.
2. Πριόνι
Μαλακ., Μισθ., Σίλ.
:
Φέρ' ντου μπουτσ̑ουγού να κόψου λία ξύλα
(Φέρε το πριόνι να κόψω λίγα ξύλα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντου μπουτσ̑ουγού μ' τσ̑είdι τσ̑αίνουργιου
(Το πριόνι μου είναι καινούργιο)
Μισθ.
-Φατ.
Συνών.
πιριόνι
3. Τσάπα, σκαλιστήρι
Σινασσ.