μπιρίκ
(ουσ. ουδ.)
μπιρίκ
[biˈrik]
Τροχ.
Προφανώς σχετίζεται με το ρ. μπιρικτίζω.
Σωρός κοπριάς
Συνών.
ορένι :4
Τροποποιήθηκε: 10/10/2025