μπιρακτώ
(ρ.)
πιραχτι-έω
[piraxtˈeo]
Φάρασ.
Από τον αόρ. bıraktı του ρ. bırakmak = α) αφήνω, παρατώ, ξεκολλώ β) ως διαλεκτ. σημ., για ζώο, αποβάλλω (THADS, λ. bırakmak I).