διαβάζω
(ρ.)
διαβάζω
[ðʝaˈvazo]
Σίλατ., Σινασσ.
διαβάζου
[ðʝaˈvazu]
Φάρασ.
ντιαβάζω
[dʝaˈvazo]
Αξ.
ντιαβάζου
[dʝaˈvazo]
Μισθ.
διεβάζω
[ðʝeˈvazo]
Ανακ., Δίλ., Σινασσ.
δεβάζω
[ðeˈvazo]
Φάρασ.
γιαβάζω
[ʝaˈvazo]
Αραβαν., Γούρδ.
γιαβάζου
[ʝaˈvazu]
Μισθ.
γεβάζου
[ʝeˈvazu]
Μισθ., Σίλ.
τζ̑εβάζω
[dʒeˈvazo]
Ανακ., Φερτάκ.
δεβάνου
[ðeˈvanu]
Φάρασ.
γεβάσκου
[ʝeˈvasku]
Σίλ.
Παρατατ.
ντιάβαζα
[ˈdʝavaza]
Μισθ.
διέβαζα
[ˈðʝevaza]
Δίλ.
διέβαζα
[ˈðʝevaza]
Δίλ.
διεβάζισκα
[ðʝeˈvaziska]
Σινασσ.
δέβασκα
[ˈðevaska]
Φάρασ.
Αόρ.
ντιάβασα
[ˈdʝavasa]
Αξ.
δέβασα
[ˈðevasa]
Φάρασ.
τζ̑έβασα
[ˈdʒevasa]
Ανακ.
γέβασα
[ˈʝevasa]
Αραβ., Μισθ., Σίλ.
Υποτ.
διαβάσου
[ðʝaˈvasu]
Φάρασ.
ντιαβάσου
[dʝaˈvasu]
Μισθ.
δεβάσου
[ðeˈvasu]
Φάρασ.
Προστ. Εν.
ντιάβασ'
[ˈdʝavas]
Μισθ.
δέβασ'
[ˈðevas]
Φάρασ.
Παθ. Παρατατ.
διαβαζούμουνε
[ðʝavaˈzumune]
Φάρασ.
Μτχ.
δεβασμένου
[ðevaˈzmenu]
Φάρασ.
διεβασμένους
[ðʝevaˈzmenus]
Μαλακ.
Μεσν. ρ. διαβάζω, το οπ. από το αρχ. ρ. διαβιβάζω με απλολογική αποβολή συλλαβής (βλ. Hatzidakis 1892: 153). Οι τύπ. ενεστ. από διεβ- με αναλογ. επέκτ. της εσωτερικής συλλαβικής αύξησης στο θ. του ενεστ. Ο τύπ. δεβάνου με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -νω > -νου.
1. Περνώ κάποιον από κάπου, τον βοηθώ να περάσει κάποιο εμπόδιο
ό.π.τ.
:
Τα 'πιτόβραδα εφτάσαμ' σο κεμί, να μες δεβάσει 'σ' το ποτάμι
(Το απόγευμα φτάσαμε στο καΐκι, για να μας περάσει απ' το ποτάμι)
Φάρασ.
-Ζουρνατζ.
Ποίκαν τζ̑ι αν κεμί τζ̑αι δεβάσκαν τις νομάτοι μο τα ζ̑α του 'γνένdα
(Φτιάξαν ένα πλωτό και περνούσαν τους ανθρώπους μαζί με τα ζώα τους απέναντι)
Φάρασ.
-Ζουρνατζ.
2. Περνάω κάτι γύρω από κάτι, προσαρμόζω κάτι σε κάτι, φορώ κάτι σε κάτι
:
'γώ πάλι δέβασα τα κουμουσ̑ώνα βροσ̑άλε
(Εγώ της φόρεσα ασημένια βραχιόλια)
Φάρασ.
-Dawk.
Δέβασεν του μύου το θάλε σο γουργούριν ντου
(Πέρασε την μυλόπετρα στον λαιμό της)
Φάρασ.
-Dawk.
Δέβασ' αδέ σο γέρο α δανdάρι
(Βάλε σε αυτόν τον γέρο ένα δόντι, ενν. στο στόμα του)
Φάρασ.
-Dawk.
Έμωσε α γένdερο άιμα, δέβασέν ντα 'ζ' ναίκας του το γουργούρι
(Γέμισε ένα έντερο με αίμα, το έβαλε γύρω από τον λαιμό της γυναίκας του)
Φάρασ.
-Dawk.
Σαμού ερχούτουν Αε-Κωσταΐνος, πάλι χρίνκαμε τα σπίτε τσ̑αι δεβάσκαμε τζ̑ίdζ̑ιφα τσ̑αι καρυδού φύα τσ̑αι τα βάρτε να μυρίσει το σπίι κελέσι
(Όταν ερχόταν η γιορτή του Αγ. Κωνσταντίνου, πάλι ασβεστώναμε τα σπίτια και κρεμάγαμε τζίτζιφα και φύλλα καρυδιάς και λουλούδια για να μυρίσει ωραία το σπίτι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Είχα τα σο νού μου κι α ημέρα πέλκι να μας δεβάσουν σο μασ̑αίρι
(Φανταζόμουν ότι μιά μέρα ίσως θα μας περάσουν από το μαχαίρι, θα μας σφάξουν)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Συνών.
περνώ :4
3. Μτφ., περνώ τον καιρό μου, περνώ μιά εμπειρία
Φάρασ.
:
Καθούσανdε τζ̑απ' ήτουν αν καό 'σ̑τσ̑αΐδι, να δεβάσουν ς ζέστης τον ταρό
(Κάθονταν εκεί όπου ήταν μιά καλή σκιά, για να περάσουν την περίοδο της ζέστης (του καλοκαιριού))
Φάρασ.
-Ζουρνατζ.
'ύρεψαν να μπούν σο Μαναστήρι, να δεβάσουν τη νυέχτα τουν τεγί
(Ζήτησαν να μπούν στο μοναστήρι, για να περάσουν την νύχτα τους)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Συνών.
διαβαίνω, περνώ :2
4. Περνώ, διέρχομαι
Σίλ.
:
Τελάλης γεβάσκει
(Περνάει ο τελάλης)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
διαβαίνω, ογρατίζω, περνώ :1
5. Αποβάλλω έμβρυο
ό.π.τ.
:
Νύφ' ντιάβασεν το φσ̑άχι τ'
(Η παντρεμένη γυναίκα απέβαλε το παιδί της)
Αξ.
-ΙΛΝΕ
Γιαβάζ' το φσάχ' ναίκα
(Η γυναίκα αποβάλλει το παιδί)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ
Γέβασι ντου φσ̑άχ'
(Απόβαλε το παιδί)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ
Διάβασεν ένα παιδί δυό μηνού
(Απέβαλε ένα έμβρυο δύο μηνών)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
απερρίφτω :2
6. Διατρέχω ένα γραπτό κείμενο με τα μάτια και το κατανοώ, με την έννοια ότι μπορώ να αντιστοιχώ γραφήματα-γράμματα με ήχους και σημασίες
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ.
:
Ντε χρειάζιδι να ντιαβάσεις ατούρα
(Δεν χρειάζεται να τα διαβάσεις αυτά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ντιάβασ' ντου τιαφτάρι σ'
(Διάβασε το βιβλίο σου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Για ντιάβασ' 'α ιμ' άλλου! Ψάλι λίου!
(Για διάβασε να δούμε! Διάβασε λίγο!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Και γράφω και διεβάζω
(Και γράφω και διαβάζω)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Συνών.
ψάλλω :2
β.
Στην εκκλ. γλώσσα, αναγιγνώσκω ευχή υπέρ εμψύχων ή αψύχων, και συνήθως για πρόσωπο που υποφέρει από σωματική ή ψυχική πάθηση, είναι ετοιμοθάνατος ή νεκρός
Δίλ., Φάρασ.
:
Τη παραμονή φερίνκαμε τα πρώτα σταφύλε, να τα διαβάσει ο παπάς
(Την παραμονή (της Μεταμορφώσεως) φέρναμε τα πρώτα σταφύλια, να τα διαβάσει ο παπάς
)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Διέβαζαν το κιόλα και νιότουν καλά
(Τον διαβάζαν κιόλας και γινόταν καλά
)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ
Διαβαζόσανdε σ̑ην εκκλησία και τα μοιραζόσανdε ο κόσμος
((Τα κόλλυβα) διαβάζονταν στην εκκλησία και τα μοιράζονταν ο κόσμος
)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Τα βάναμ’ σο πιάτο και τα πάαιναμ’ σο κλησιά να τα γεβάσει ο παπάς
(Tα βάζαμε στο πιάτο και τα πηγαίναμε στην εκκλησία να τα διαβάσει ο παπάς, ενν. τα κόλλυβα
)
Αραβ.
-Νίγδελ.Αραβ.
γ.
Ψάλλω
Σίλατ.
:
Τούρκα φώναζαν, διέβαζαν, βγαίνισ̑καν σο τζαμί
(Οι Τούρκοι φώναζαν, έψελναν, ανέβαιναν στο τζαμί
)
Σίλατ.
-ΙΛΝΕ 812
δ.
Φοιτώ στο σχολείο, μελετώ
Φάρασ.
:
Όταν μεγαλώνανε, μόνο τα αγόρια παένκανε σχολείο, να διαβάσουνε
(Όταν μεγαλώνανε, μόνο τα αγόρια πηγαίνανε στο σχολείο να φοιτήσουνε
)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Αφού ντιάβαζαν εκεί μέσα, Τουρτσ̑' πήραν ντα χαbάρ'
(Αφού μελετούσαν εκεί (κρυφά), οι Τούρκοι τους πήραν χαμπάρι
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ