ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

διαβάζω (ρ.) διαβάζω [ðʝaˈvazo] Σίλατ., Σινασσ. διαβάζου [ðʝaˈvazu] Φάρασ. ντιαβάζω [dʝaˈvazo] Αξ. ντιαβάζου [dʝaˈvazo] Μισθ. διεβάζω [ðʝeˈvazo] Ανακ., Δίλ., Σινασσ. δεβάζω [ðeˈvazo] Φάρασ. γιαβάζω [ʝaˈvazo] Αραβαν., Γούρδ. γιαβάζου [ʝaˈvazu] Μισθ. γεβάζου [ʝeˈvazu] Μισθ., Σίλ. τζ̑εβάζω [dʒeˈvazo] Ανακ., Φερτάκ. δεβάνου [ðeˈvanu] Φάρασ. γεβάσκου [ʝeˈvasku] Σίλ. Παρατατ. ντιάβαζα [ˈdʝavaza] Μισθ. διέβαζα [ˈðʝevaza] Δίλ. διέβαζα [ˈðʝevaza] Δίλ. διεβάζισκα [ðʝeˈvaziska] Σινασσ. δέβασκα [ˈðevaska] Φάρασ. Αόρ. ντιάβασα [ˈdʝavasa] Αξ. δέβασα [ˈðevasa] Φάρασ. τζ̑έβασα [ˈdʒevasa] Ανακ. γέβασα [ˈʝevasa] Αραβ., Μισθ., Σίλ. Υποτ. διαβάσου [ðʝaˈvasu] Φάρασ. ντιαβάσου [dʝaˈvasu] Μισθ. δεβάσου [ðeˈvasu] Φάρασ. Προστ. Εν. ντιάβασ' [ˈdʝavas] Μισθ. δέβασ' [ˈðevas] Φάρασ. Παθ. Παρατατ. διαβαζούμουνε [ðʝavaˈzumune] Φάρασ. Μτχ. δεβασμένου [ðevaˈzmenu] Φάρασ. διεβασμένους [ðʝevaˈzmenus] Μαλακ. Μεσν. ρ. διαβάζω, το οπ. από το αρχ. ρ. διαβιβάζω με απλολογική αποβολή συλλαβής (βλ. Hatzidakis 1892: 153). Οι τύπ. ενεστ. από διεβ- με αναλογ. επέκτ. της εσωτερικής συλλαβικής αύξησης στο θ. του ενεστ. Ο τύπ. δεβάνου με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -νω > -νου.
1. Περνώ κάποιον από κάπου, τον βοηθώ να περάσει κάποιο εμπόδιο ό.π.τ. : Τα 'πιτόβραδα εφτάσαμ' σο κεμί, να μες δεβάσει 'σ' το ποτάμι (Το απόγευμα φτάσαμε στο καΐκι, για να μας περάσει απ' το ποτάμι) Φάρασ. -Ζουρνατζ. Ποίκαν τζ̑ι αν κεμί τζ̑αι δεβάσκαν τις νομάτοι μο τα ζ̑α του 'γνένdα (Φτιάξαν ένα πλωτό και περνούσαν τους ανθρώπους μαζί με τα ζώα τους απέναντι) Φάρασ. -Ζουρνατζ.
2. Περνάω κάτι γύρω από κάτι, προσαρμόζω κάτι σε κάτι, φορώ κάτι σε κάτι : 'γώ πάλι δέβασα τα κουμουσ̑ώνα βροσ̑άλε (Εγώ της φόρεσα ασημένια βραχιόλια) Φάρασ. -Dawk. Δέβασεν του μύου το θάλε σο γουργούριν ντου (Πέρασε την μυλόπετρα στον λαιμό της) Φάρασ. -Dawk. Δέβασ' αδέ σο γέρο α δανdάρι (Βάλε σε αυτόν τον γέρο ένα δόντι, ενν. στο στόμα του) Φάρασ. -Dawk. Έμωσε α γένdερο άιμα, δέβασέν ντα 'ζ' ναίκας του το γουργούρι (Γέμισε ένα έντερο με αίμα, το έβαλε γύρω από τον λαιμό της γυναίκας του) Φάρασ. -Dawk. Σαμού ερχούτουν Αε-Κωσταΐνος, πάλι χρίνκαμε τα σπίτε τσ̑αι δεβάσκαμε τζ̑ίdζ̑ιφα τσ̑αι καρυδού φύα τσ̑αι τα βάρτε να μυρίσει το σπίι κελέσι (Όταν ερχόταν η γιορτή του Αγ. Κωνσταντίνου, πάλι ασβεστώναμε τα σπίτια και κρεμάγαμε τζίτζιφα και φύλλα καρυδιάς και λουλούδια για να μυρίσει ωραία το σπίτι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Είχα τα σο νού μου κι α ημέρα πέλκι να μας δεβάσουν σο μασ̑αίρι (Φανταζόμουν ότι μιά μέρα ίσως θα μας περάσουν από το μαχαίρι, θα μας σφάξουν) Φάρασ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Συνών. περνώ :4
3. Μτφ., περνώ τον καιρό μου, περνώ μιά εμπειρία Φάρασ. : Καθούσανdε τζ̑απ' ήτουν αν καό 'σ̑τσ̑αΐδι, να δεβάσουν ς ζέστης τον ταρό (Κάθονταν εκεί όπου ήταν μιά καλή σκιά, για να περάσουν την περίοδο της ζέστης (του καλοκαιριού)) Φάρασ. -Ζουρνατζ. 'ύρεψαν να μπούν σο Μαναστήρι, να δεβάσουν τη νυέχτα τουν τεγί (Ζήτησαν να μπούν στο μοναστήρι, για να περάσουν την νύχτα τους) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Συνών. διαβαίνω, περνώ :2
4. Περνώ, διέρχομαι Σίλ. : Τελάλης γεβάσκει (Περνάει ο τελάλης) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. διαβαίνω, ογρατίζω, περνώ :1
5. Αποβάλλω έμβρυο ό.π.τ. : Νύφ' ντιάβασεν το φσ̑άχι τ' (Η παντρεμένη γυναίκα απέβαλε το παιδί της) Αξ. -ΙΛΝΕ Γιαβάζ' το φσάχ' ναίκα (Η γυναίκα αποβάλλει το παιδί) Μισθ. -ΙΛΝΕ Γέβασι ντου φσ̑άχ' (Απόβαλε το παιδί) Μισθ. -ΙΛΝΕ Διάβασεν ένα παιδί δυό μηνού (Απέβαλε ένα έμβρυο δύο μηνών) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. απερρίφτω :2
6. Διατρέχω ένα γραπτό κείμενο με τα μάτια και το κατανοώ, με την έννοια ότι μπορώ να αντιστοιχώ γραφήματα-γράμματα με ήχους και σημασίες Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ. : Ντε χρειάζιδι να ντιαβάσεις ατούρα (Δεν χρειάζεται να τα διαβάσεις αυτά) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ντιάβασ' ντου τιαφτάρι σ' (Διάβασε το βιβλίο σου) Μισθ. -Κοτσαν. Για ντιάβασ' 'α ιμ' άλλου! Ψάλι λίου! (Για διάβασε να δούμε! Διάβασε λίγο!) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Και γράφω και διεβάζω (Και γράφω και διαβάζω) Σινασσ. -Τακαδόπ. Συνών. ψάλλω :2
β. Στην εκκλ. γλώσσα, αναγιγνώσκω ευχή υπέρ εμψύχων ή αψύχων, και συνήθως για πρόσωπο που υποφέρει από σωματική ή ψυχική πάθηση, είναι ετοιμοθάνατος ή νεκρός Δίλ., Φάρασ. : Τη παραμονή φερίνκαμε τα πρώτα σταφύλε, να τα διαβάσει ο παπάς (Την παραμονή (της Μεταμορφώσεως) φέρναμε τα πρώτα σταφύλια, να τα διαβάσει ο παπάς ) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Διέβαζαν το κιόλα και νιότουν καλά (Τον διαβάζαν κιόλας και γινόταν καλά ) Δίλ. -ΙΛΝΕ Διαβαζόσανdε σ̑ην εκκλησία και τα μοιραζόσανdε ο κόσμος ((Τα κόλλυβα) διαβάζονταν στην εκκλησία και τα μοιράζονταν ο κόσμος ) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Τα βάναμ’ σο πιάτο και τα πάαιναμ’ σο κλησιά να τα γεβάσει ο παπάς (Tα βάζαμε στο πιάτο και τα πηγαίναμε στην εκκλησία να τα διαβάσει ο παπάς, ενν. τα κόλλυβα ) Αραβ. -Νίγδελ.Αραβ.
γ. Ψάλλω Σίλατ. : Τούρκα φώναζαν, διέβαζαν, βγαίνισ̑καν σο τζαμί (Οι Τούρκοι φώναζαν, έψελναν, ανέβαιναν στο τζαμί ) Σίλατ. -ΙΛΝΕ 812
δ. Φοιτώ στο σχολείο, μελετώ Φάρασ. : Όταν μεγαλώνανε, μόνο τα αγόρια παένκανε σχολείο, να διαβάσουνε (Όταν μεγαλώνανε, μόνο τα αγόρια πηγαίνανε στο σχολείο να φοιτήσουνε ) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Αφού ντιάβαζαν εκεί μέσα, Τουρτσ̑' πήραν ντα χαbάρ' (Αφού μελετούσαν εκεί (κρυφά), οι Τούρκοι τους πήραν χαμπάρι ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ