διαβολιά
(ουσ.)
διαβολιά
[ðʝavoˈʎa]
Μαλακ., Σινασσ.
γιαβολιά
[ʝavoˈʎa]
Αραβαν., Γούρδ.
ντιαβολιά
[dʝavoˈʎa]
Αξ., Μισθ.
διαολιά
[ðʝaoˈʎa]
Μαλακ.
ντιαολιά
[dʝaoˈˈʎa]
Μισθ.
διαβολκιά
[ðʝavolˈca]
Μαλακ.
γιαβολκιά
[ʝavolˈca]
Φλογ.
Μεσν. ουσ. διαβολιά, το οπ. από το ουσ. διάβολος όπου και τύπ. γιάβολος, και το παραγωγ. επίθμ. -ία > -ιά (βλ. ΙΛΝΕ, λ. διαβολιά ΙΙ). Οι τύπ. διαβολκιά, γιαβολκιά πιθ. με επίδρ. του επιθ. διαβολικός, θηλ. διαβολικιά, ή από το ουσ. διαβολίκι + -ιά.
1. Πανουργία, πονηρό τέχνασμα
ό.π.τ.
:
Τζαdι̂́σα ντϋσ̑ϋνdΰζ̑' καινίργιο ντιαβολιά
(Η γριά μάγισσα σκέφτεται καινούργια πονηριά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σοφίστηνε ένα διαβολιά
(Σοφίστηκε ένα τέχνασμα)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Eτό το γιαβολκιά αν κι το τιουσ̑ούνσα ήτονε, ετό το ραγπέτ πού να το εύρω ήτονε;
(Aν δεν είχα σκεφτεί αυτή την πονηριά, πώς θα είχα βρει αυτό που μου ζητήθηκε;)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
δεβοσύνη, διαβολίκι, τερτίπι, χιλέ
2. Κάτι το παράξενο, το μη αναμενόμενο
Μισθ.
:
Ιτό τώρα τι ντιαβολιές γουρντά;
(Αυτός τώρα τι διαβολιές μάς λέει;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ