ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

διαβολιά (ουσ.) διαβολιά [ðʝavoˈʎa] Μαλακ., Σινασσ. γιαβολιά [ʝavoˈʎa] Αραβαν., Γούρδ. ντιαβολιά [dʝavoˈʎa] Αξ., Μισθ. διαολιά [ðʝaoˈʎa] Μαλακ. ντιαολιά [dʝaoˈˈʎa] Μισθ. διαβολκιά [ðʝavolˈca] Μαλακ. γιαβολκιά [ʝavolˈca] Φλογ. Μεσν. ουσ. διαβολιά, το οπ. από το ουσ. διάβολος όπου και τύπ. γιάβολος, και το παραγωγ. επίθμ. -ία > -ιά (βλ. ΙΛΝΕ, λ. διαβολιά ΙΙ). Οι τύπ. διαβολκιά, γιαβολκιά πιθ. με επίδρ. του επιθ. διαβολικός, θηλ. διαβολικιά, ή από το ουσ. διαβολίκι + -ιά.
1. Πανουργία, πονηρό τέχνασμα ό.π.τ. : Τζαdι̂́σα ντϋσ̑ϋνdΰζ̑' καινίργιο ντιαβολιά (Η γριά μάγισσα σκέφτεται καινούργια πονηριά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σοφίστηνε ένα διαβολιά (Σοφίστηκε ένα τέχνασμα) Σινασσ. -Τακαδόπ. Eτό το γιαβολκιά αν κι το τιουσ̑ούνσα ήτονε, ετό το ραγπέτ πού να το εύρω ήτονε; (Aν δεν είχα σκεφτεί αυτή την πονηριά, πώς θα είχα βρει αυτό που μου ζητήθηκε;) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. δεβοσύνη, διαβολίκι, τερτίπι, χιλέ
2. Κάτι το παράξενο, το μη αναμενόμενο Μισθ. : Ιτό τώρα τι ντιαβολιές γουρντά; (Αυτός τώρα τι διαβολιές μάς λέει;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ