διαβολικός
(επίθ.)
διαβολικό
[ðʝavoliˈko]
Μαλακ., Τελμ.
γιαβολικό
[ʝavoliˈko]
Αραβαν.
δεβολικό
[ðevoliˈko]
Φάρασ.
Από το μεταγν. επίθ. διαβολικός.
Διαβολικός, ύπουλος
ό.π.τ.
:
Λες με ψέματα, ε δεβολικό!
(Μου λες ψέματα, διαβολικό!)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Φρ.
Θελυκό, ταλικό, δεβολικό
(Θηλυκό, παμπόνηρο, διαβολικό˙ οι γυναίκες είναι επικίνδυνα πονηρές)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
δεβοσυνάτης, δεβοσυνούτικος :1