διακόσιοι
(αριθμ.)
γιακόσοι
[ʝaˈkosi]
Σίλ.
διακόσια
[ðʝaˈkosça]
Σινασσ.
διακόσ̑α
[ðʝaˈkoʃa]
Μισθ.
εδιακόσ̑α
[eðʝaˈkoʃa]
Τελμ.
ντιακόσ̑α
[dʝaˈkoʃa]
Αξ., Τσαρικ.
γιακόσ̑α
[ʝaˈkoʃa]
Μισθ.
εριακόσ̑α
[erʝaˈkoʃa]
Αραβαν., Γούρδ.
Από το αρχ. αριθμ. διακόσιοι. Το αρκτ. ε- του τύπ. εδιακόσ̑α αναλογ. προς το εκατό.
Σύνολο αποτελούμενο από διακόσιες μονάδες
ό.π.τ.
:
Τι παράϊα σ̑άνισκαν: πενήντα ευρώ, εκατό ευρώ, διακόσ̑α ευρώ
(Πόσο κόστιζαν: πενήντα ευρώ, εκατό ευρώ, διακόσια ευρώ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Eκατό, διακόσια φοράς με; Ε ανάθεμα τα ψέματά σ' Γιώρικα!
(Εκατό, διακόσιες φορές, αλήθεια; Ανάθεμα τα ψέματά σου Γιωρίκα!)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Γιακόσ̑α πρόαδα είχα ογώ, χτηνά
(Διακόσια πρόβατα είχα εγώ, αγελάδες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Εκατό γρουσ̑ού γαϊdούρ' εριακόσ̑α γρουσ̑ού π'λάρ' ντε γεννά
(Εκατό γροσιών γαϊδούρι διακοσίων γροσιών πουλάρι δεν γεννά˙ από τον ανάξιο δεν μπορείς να περιμένεις κάτι καλό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.