ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

διακόσιοι (αριθμ.) γιακόσοι [ʝaˈkosi] Σίλ. διακόσια [ðʝaˈkosça] Σινασσ. διακόσ̑α [ðʝaˈkoʃa] Μισθ. εδιακόσ̑α [eðʝaˈkoʃa] Τελμ. ντιακόσ̑α [dʝaˈkoʃa] Αξ., Τσαρικ. γιακόσ̑α [ʝaˈkoʃa] Μισθ. εριακόσ̑α [erʝaˈkoʃa] Αραβαν., Γούρδ. Από το αρχ. αριθμ. διακόσιοι. Το αρκτ. ε- του τύπ. εδιακόσ̑α αναλογ. προς το εκατό.
Σύνολο αποτελούμενο από διακόσιες μονάδες ό.π.τ. : Τι παράϊα σ̑άνισκαν: πενήντα ευρώ, εκατό ευρώ, διακόσ̑α ευρώ (Πόσο κόστιζαν: πενήντα ευρώ, εκατό ευρώ, διακόσια ευρώ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Eκατό, διακόσια φοράς με; Ε ανάθεμα τα ψέματά σ' Γιώρικα! (Εκατό, διακόσιες φορές, αλήθεια; Ανάθεμα τα ψέματά σου Γιωρίκα!) Σινασσ. -Τακαδόπ. Γιακόσ̑α πρόαδα είχα ογώ, χτηνά (Διακόσια πρόβατα είχα εγώ, αγελάδες) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Παροιμ. Εκατό γρουσ̑ού γαϊdούρ' εριακόσ̑α γρουσ̑ού π'λάρ' ντε γεννά (Εκατό γροσιών γαϊδούρι διακοσίων γροσιών πουλάρι δεν γεννά˙ από τον ανάξιο δεν μπορείς να περιμένεις κάτι καλό) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.