διαφορεύω
(ρ.)
διαφορεύω
[ðʝafoˈrevo]
Σινασσ.
Μεσν. ρ. διαφορεύω = κερδίζω, ωφελούμαι (νεότ. σημ. ‘προξενώ κέρδος σε κάποιον’)
Ωφελώ
Συνών.
γιαραντίζω :1, φαϊνταλαντιρτίζω, φελάω