φαϊνταλαντιρτίζω
(ρ.)
φαϊdαλαντι̂ρτίζω
[fajdaladɯrˈtɯzo]
Μαλακ.
Από τον αόρ. faydalandırdı του τουρκ. ρ. faydalandırmak = ωφελώ.
Ωφελώ
Συνών.
γιαραντίζω :1, διαφορεύω, φελάω