φαϊνταλαντιρτίζω
(ρ.)
φαϊdαλαdι̂ρτίζω
[faidaladɯrˈtizo]
Μαλακ.
Από τον αόρ. faydalandırdı του τουρκ. ρ. faydalandırmak = ωφελώ.
Τροποποιήθηκε: 11/07/2025