φακουδιώνα
(ουσ.)
φακουγιώνα
[fakuˈʝona]
Αξ.
Από το ουσ. φακούδι, όπ. και τύπ. φακούγ̑', και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Η επιθυμία για φακές