ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φακίρ (ουσ.) φακίρ [faˈcir] Μαλακ. Από το τουρκ. διαλεκτ. επιφών. fıhır fıhır = για την περιγραφή φαγητού που βράζει, πβ. και τουρκ. διαλεκτ. φρ. fahır fahır gülmek = γελάω με χαχανητά (THADS, λ. fah fah gülmek, fıhır fıhır)
Ο ήχος που παράγεται κατά το βράσιμο