φακίρ
(ουσ.)
φακίρ
[faˈcir]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. επιφών. fıhır fıhır = για την περιγραφή φαγητού που βράζει, πβ. και τουρκ. διαλεκτ. φρ. fahır fahır gülmek = γελάω με χαχανητά (THADS, λ. fah fah gülmek, fıhır fıhır)
Ο ήχος που παράγεται κατά το βράσιμο