ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φαίνομαι (ρ.) φαίνομαι [ˈfenome] Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ. φαίνουμαι [ˈfenume] Φάρασ. φαίνουμι [ˈfenumi] Μαλακ., Μισθ., Φάρασ. φάνουμαι [ˈfanume] Ανακ. Αόρ. φανήθα [faˈniθa] Μαλακ., Φλογ. φαινήχα [feˈnixa] Μισθ. φάνα [ˈfana] Ανακ., Τζαλ. Υποτ. φανεθώ [faneˈθo] Φλογ. Αρχ. ρ. φαίνομαι.
1. Φαίνομαι, είμαι ορατός και αντιληπτός στις αισθήσεις ό.π.τ. : Ξέβη κι αποσπερίς τ' άστρο και το καμήλ' ντε φαίνοτουν (Βγήκε και ο αποσπερίτης και το καμήλι δεν φαινόταν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Δέβαν πέντε έξ ημέρες με ο Χότζας νε φάνη νε πίταξιν (Πέρασαν πέντε έξι μέρες, αλλά ο Χότζας ούτε φάνηκε ούτε έστειλε μήνυμα) Φάρασ. -Παπαδ. Φαινήχαν ντα γκιαμούτσια σ’ (Φάνηκαν τα κόκκαλά σου, ενν. από την αδυναμία) Μισθ. -Κοτσαν. Γιατί ντε φαίνεται στο χωριό σερνικός; τ’ άνdρες σας πούγε πήγαν; (Γιατί δε φαίνεται αρσενικός στο χωριό; Πού πήγαν οι άντρες σας;) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σέμη λίμνη μέσα, μόνο δου τσουφάλ' τ' φαινίδι (Μπήκε μέσα στη λίμνη, μόνο το κεφάλι του φαίνεται) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Και τρίτος δε φανήθεν (Και ο τρίτος (αδελφός) δεν φάνηκε, δεν εμφανίστηκε) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Kαι πουρ να φανεθώ, παρέμα κι εγώ (Και πριν να γίνω αντιληπτός, έφυγα κι εγώ) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Ετό μόλις άκουσεν το βιλλί τ’ φαινάται, ντροπιάστεν (Αυτός, μόλις άκουσε ότι το πέος του φαίνεται (μέσα από το διάφανο μαγιό), ένιωσε ντροπή) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 || Ασμ. «Έχω και καλή μάνα, έχω κι αδελφή
εχω και μιαν καλίτσα, φάνην κι έρχεται
(«Έχω και καλή μάνα, έχω κι αδελφή
εχω και μιά αρραβωνιαστικιά, φάνηκε κι έρχεται )
Σινασσ. -ΚΜΣ-Τραγ.
β. Εμφανίζομαι, φανερώνομαι ό.π.τ. : Εσ̑ύ αν έκαψες το qαbούγου μ', κι εγώ αλλημιάς να μη φανεθώ σ’ εσένα (Εσύ αν έκαψες το δέρμα μου, εγώ άλλη φορά δεν θα ξαναφανερωθώ μπροστά σου ) Σίλατ. -Dawk.
2. Φαίνομαι, είμαι ξεκάθαρος, με ευδιάκριτες ιδιότητες ό.π.τ. : Εσ̑ύ φαίνεσαι καλό φσ̑άχ', αμ-μά μάνα ζ' γιατσ̑ί ντέ σε αγαπά; (Εσύ φαίνεσαι καλό παιδί, αλλά γιατί δε σε αγαπάει;) Αραβαν. -Μαυρ.-Κεσ. Σα ναίκα φαινότον, αμά μπυρίγζα ήτον (Σαν γυναίκα φαινόταν, αλλά ήταν βρυκόλακας) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Εκείνο όιμα και όλκος ντέ νε, αμά αούτσ̑α φαίνεται (Εκείνο δεν είναι αίμα και πύον, αλλά έτσι φαίνεται) Τελμ. -Dawk. Φάναν διαβόλ’ σα μάτια του και τζάνεψεν (Φάνηκαν διάβολοι στα μάτια του και τρελάθηκε) Ανακ. -Κωστ.Α. || Παροιμ. Το καλό μέρα ας σαbαχτάν φαίνεται (Η καλή μέρα απ' το πρωί φαίνεται˙ το κοινό) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
β. Και απροσώπως ό.π.τ. : Ἀρκαdασ̑΄, εσ̑ύ φαίνεται έχεις πολλά παράγια (Φίλε, εσύ φαίνεται έχεις πολλά λεφτά ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντε μπόριξι να δα ειπεί, φοβόδουν ντροπιαζιόδουν φαίνιδι (Δεν μπόρεσε να τα πει, φοβόταν, ντρεπόταν, φαίνεται ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ