φαίνομαι
(ρ.)
φαίνομαι
[ˈfenome]
Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
φαίνουμαι
[ˈfenume]
Φάρασ.
φαίνουμι
[ˈfenumi]
Μαλακ., Μισθ., Φάρασ.
φάνουμαι
[ˈfanume]
Ανακ.
Αόρ.
φανήθα
[faˈniθa]
Μαλακ., Φλογ.
φαινήχα
[feˈnixa]
Μισθ.
φάνα
[ˈfana]
Ανακ., Τζαλ.
Υποτ.
φανεθώ
[faneˈθo]
Φλογ.
Αρχ. ρ. φαίνομαι.
1. Φαίνομαι, είμαι ορατός και αντιληπτός στις αισθήσεις
ό.π.τ.
:
Ξέβη κι αποσπερίς τ' άστρο και το καμήλ' ντε φαίνοτουν
(Βγήκε και ο αποσπερίτης και το καμήλι δεν φαινόταν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Δέβαν πέντε έξ ημέρες με ο Χότζας νε φάνη νε πίταξιν
(Πέρασαν πέντε έξι μέρες, αλλά ο Χότζας ούτε φάνηκε ούτε έστειλε μήνυμα)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Φαινήχαν ντα γκιαμούτσια σ’
(Φάνηκαν τα κόκκαλά σου, ενν. από την αδυναμία)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γιατί ντε φαίνεται στο χωριό σερνικός; τ’ άνdρες σας πούγε πήγαν;
(Γιατί δε φαίνεται αρσενικός στο χωριό; Πού πήγαν οι άντρες σας;)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σέμη λίμνη μέσα, μόνο δου τσουφάλ' τ' φαινίδι
(Μπήκε μέσα στη λίμνη, μόνο το κεφάλι του φαίνεται)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Και τρίτος δε φανήθεν
(Και ο τρίτος (αδελφός) δεν φάνηκε, δεν εμφανίστηκε)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Kαι πουρ να φανεθώ, παρέμα κι εγώ
(Και πριν να γίνω αντιληπτός, έφυγα κι εγώ)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Ετό μόλις άκουσεν το βιλλί τ’ φαινάται, ντροπιάστεν
(Αυτός, μόλις άκουσε ότι το πέος του φαίνεται (μέσα από το διάφανο μαγιό), ένιωσε ντροπή)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Ασμ.
«Έχω και καλή μάνα, έχω κι αδελφή
εχω και μιαν καλίτσα, φάνην κι έρχεται («Έχω και καλή μάνα, έχω κι αδελφή
εχω και μιά αρραβωνιαστικιά, φάνηκε κι έρχεται ) Σινασσ. -ΚΜΣ-Τραγ.
εχω και μιαν καλίτσα, φάνην κι έρχεται («Έχω και καλή μάνα, έχω κι αδελφή
εχω και μιά αρραβωνιαστικιά, φάνηκε κι έρχεται ) Σινασσ. -ΚΜΣ-Τραγ.
β.
Εμφανίζομαι, φανερώνομαι
ό.π.τ.
:
Εσ̑ύ αν έκαψες το qαbούγου μ', κι εγώ αλλημιάς να μη φανεθώ σ’ εσένα
(Εσύ αν έκαψες το δέρμα μου, εγώ άλλη φορά δεν θα ξαναφανερωθώ μπροστά σου
)
Σίλατ.
-Dawk.
2. Φαίνομαι, είμαι ξεκάθαρος, με ευδιάκριτες ιδιότητες
ό.π.τ.
:
Εσ̑ύ φαίνεσαι καλό φσ̑άχ', αμ-μά μάνα ζ' γιατσ̑ί ντέ σε αγαπά;
(Εσύ φαίνεσαι καλό παιδί, αλλά γιατί δε σε αγαπάει;)
Αραβαν.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σα ναίκα φαινότον, αμά μπυρίγζα ήτον
(Σαν γυναίκα φαινόταν, αλλά ήταν βρυκόλακας)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Εκείνο όιμα και όλκος ντέ νε, αμά αούτσ̑α φαίνεται
(Εκείνο δεν είναι αίμα και πύον, αλλά έτσι φαίνεται)
Τελμ.
-Dawk.
Φάναν διαβόλ’ σα μάτια του και τζάνεψεν
(Φάνηκαν διάβολοι στα μάτια του και τρελάθηκε)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Παροιμ.
Το καλό μέρα ας σαbαχτάν φαίνεται
(Η καλή μέρα απ' το πρωί φαίνεται˙ το κοινό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
β.
Και απροσώπως
ό.π.τ.
:
Ἀρκαdασ̑΄, εσ̑ύ φαίνεται έχεις πολλά παράγια
(Φίλε, εσύ φαίνεται έχεις πολλά λεφτά
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ντε μπόριξι να δα ειπεί, φοβόδουν ντροπιαζιόδουν φαίνιδι
(Δεν μπόρεσε να τα πει, φοβόταν, ντρεπόταν, φαίνεται
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ