φαγιτσούκι
(ουσ. ουδ.)
φαγιτσούκ'
[ˈfaʝiˈtsuk]
Μαλακ.
φαϊτσούκ'
[faiˈtsuk]
Φλογ.
Aπό το ουσ. φαγί, όπου και τύπ. φαΐ, και το ουσ. τσουκί.