ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φάγουσα (ουσ. θηλ.) φάγουσα [ˈfaɣusa] Αραβαν., Σινασσ. φάγ'σα [ˈfaɣsa] Σινασσ. φάκ'σα [ˈfaksa] Μαλακ. Από το μεσν. ουσ. φάγουσα.
Δερματική ασθένεια, φαγέδαινα, λέξη χρησιμοποιούμενη κυρ. σε αρές ό.π.τ. : Να βγάλεις φάγ'σα! (Nα βγάλεις φάγουσα) Σινασσ. -Ελευθερ. Nα βγάλεις τα φάκ'σις (Να βγάλεις τις φάγουσες) Μαλακ. -Τζιούτζ.