φάγουσα
(ουσ. θηλ.)
φάγουσα
[ˈfaɣusa]
Αραβαν., Σινασσ.
φάγ'σα
[ˈfaɣsa]
Σινασσ.
φάκ'σα
[ˈfaksa]
Μαλακ.
Από το μεσν. ουσ. φάγουσα.
Δερματική ασθένεια, φαγέδαινα, λέξη χρησιμοποιούμενη κυρ. σε αρές
ό.π.τ.
:
Να βγάλεις φάγ'σα!
(Nα βγάλεις φάγουσα)
Σινασσ.
-Ελευθερ.
Nα βγάλεις τα φάκ'σις
(Να βγάλεις τις φάγουσες)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.