ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φαγί (ουσ. ουδ.) φαγί [faˈʝi] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ. φαΐ [faˈi] Ανακ., Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλ., Φλογ. Πληθ. φαΐα [faˈia] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. φαγί, το οπ. από το αρχ. απαρ. φαγεῖν.
1. Φαγητό γενικώς Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ. : Ντου φαϊ ντέν έχ' ντάτ (Το φαγητό είναι άνοστο) -Κοτσαν. Αμ' ψ̑ήνισ̑καν καλό φαγί, τόμ' καρόσαν σο σοφρά, σάλντινάν ντο σο τσ̑εσ̑μέ (Αν έψηναν καλό φαΐ όταν κάθονταν στο τραπέζι τον έστελναν στη βρύση) -Μαυρ.-Κεσ. Γούλου του φαγί (Όλο το φαΐ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ελάτε, γιαβρουλάριμ, περάτε, φάτε φαΐ, καλά, χορτάστε (Ελάτε παιδάκια μου, περάστε, φάτε φαΐ, χορτάστε) Φλογ. -ΚΜΣ-Τραγ. || Παροιμ. Η κυρά μας Θωμαή ας τον ύπνο στο φαγί (Η κυρά μας η Θωμαή από τον ύπνο στο φαΐ˙ Για τους οκνηρούς) Σινασσ. -Αρχέλ. || Ασμ. Φαΐα τζ̑αι κρασία, να φάμ’ να πούμε
Ρωμοί Χριστενοί τζιπ μας να χαρούμε
(Φαγητά και κρασιά, να φάμε να πιούμε
Ρωμιοί Χριστιανοί όλοι μας να χαρούμε)
Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
Συνών. γατίχι, ζουμί :3, μάντζα, φάγημα, ψωμί
2. Ειδικότ., σούπα, ζωμός ό.π.τ. : T' γαλαγιώνας φαγί (Σούπα με γάλα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Γουλτσ̑ύ γαλάτ' φαί, πολύ δου τρώισκες δου γουλτσ̑ί γαλάτ' του φαί, μάνα μ' σάνιξι (Γλυκιά σούπα με γάλα, πολύ την έτρωγες της γλυκιά γαλατόσουπα, η μάνα μου την έφτιαχνε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Φα 'να χουλιάρ' φαγί (Φάε μιά κουταλιά σούπα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Φρ. Αργιαλού φαΐ (Σούπα με αΐράνι˙ Δροσερή καλοκαιρινή σούπα με βρασμένο πληγούρι και αϊράνι) Μισθ., Αξ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. τσορμπάς