φαγιπότι
(ουσ. ουδ.)
φαϊπότια
[faiˈpotça]
Ανακ.
Από το νεότ. ουσ. φαγοπότι, χωρίς συνδετ. φωνήεν.
Φαγοπότι, γλέντι
Συνών.
ζιαφέτι