ζιαφέτι
(ουσ. ουδ.)
ζι-αφέτι
[ziaˈfeti]
Σινασσ.
ζι-αφέτ'
[ziaˈfet]
Φλογ.
ζι-αφέσ̑'
[zʝaˈfeʃ]
Αραβαν.
ζεφέτ'
[zeˈfet]
Μαλακ.
Πληθ.
ζι-εφέτια
[zieˈfetça]
Ανακ.
ζεφέτια
[zeˈfetça]
Μαλακ.
ζαφέτια
[zaˈfetça]
Σινασσ.
Νεότ. ουσ. ζιαφέτι (Mackridge 2021: 75), το οπ. από το τουρκ. ουσ. ziyafet = συμπόσιο, γιορτή, γλέντι, όπου και διαλεκτ. τύπ. ziyefet.
Συμπόσιο, γλέντι
ό.π.τ.
:
Το αληπίκα ηύρεν το qαρqά σο ζι-αφέτ'
(Η αλεπού βρήκε το κοράκι στο γλέντι)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
'πόμ'ναν μι̂ταπι̂́κ να π'κούν ένα ζι-αφέσ̑' σο παρί και να το αγουλανdι̂́σουν
(Συμφώνησαν να κάνουν ένα τραπέζι στο παιδί και να το δηλητηριάσουν)
Αραβαν.
-Φωστ.