ζηλεύω
(ρ.)
ζηˈλεύω
[zilevo]
Ανακ.
ζηλεύου
[ziˈlevu]
Μισθ.
τζ̑ηλεύω
[dʒiˈlevo]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ.
ζουλεύω
[zuˈlevo]
Αξ., Γούρδ.
Παρατατ.
ζούλευα
[ˈzuleva]
Αξ.
Αόρ.
ζήλεψα
[ˈzilepsa]
Τελμ.
ζούλεψα
[ˈzulepsa]
Γούρδ., Σινασσ.
εζούλεψα
[eˈzulepsa]
Σινασσ.
Από το μεταγν. ρ. ζηλεύω. Ο τύπ. ζουλεύω με [i > u] από επίδρ. του [l].
1. Ζηλεύω, φθονώ
ό.π.τ.
:
Τ' αναλι̂́χι̂ τ'νε καλό ναίκα ντεν 'ντον, τα φσ̑άχα ζούλευεν ντα
(Η μητριά τους δεν ήταν καλή, τα ζήλευε τα παιδιά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Φρ.
Σαν τ’ Άι Σάββα τη μάνα ζηλεύει
(Ζηλεύει σαν την μάνα του Άγιου Σάββα˙ για κάποιον που ζήλευε πολύ)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Ασμ.
Χάρος το είδε και ζήλεψε, 'πότ' ήλαυνε ζευγάρι
(Ο Χάρος το είδε και ζήλεψε, όταν αυτό όργωνε με ζευγάρι)
Τελμ.
-Lag.
Συνών.
κισκαντίζω, παχλεύομαι, παχουλαντίζω
2. Επιθυμώ πολύ κάτι που δεν το έχω
ό.π.τ.
:
Κακοψυχά νύφ' τσ̑ι ζηλεύ'
(Η νύφη είναι έγκυος και έχει έντονες επιθυμίες)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Ασμ.
Ξανθή, το τι μ' εζούλεψας κι εις στο βασιλοσκάμνι;
Ζούλεψα το φτερούλι σου το 'χεις στην κεφαλήν σου (Ξανθή, τι μου ζήλεψες εσύ που κάθεσαι στο βασιλικό κάθισμα;
Ζήλεψα το φτερούλι σου που 'χεις στην κεφαλή σου) Σινασσ. -Lag.
Ζούλεψα το φτερούλι σου το 'χεις στην κεφαλήν σου (Ξανθή, τι μου ζήλεψες εσύ που κάθεσαι στο βασιλικό κάθισμα;
Ζήλεψα το φτερούλι σου που 'χεις στην κεφαλή σου) Σινασσ. -Lag.