ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζεφκλεντίζω (ρ.) ζεφκλενdίζω [zefklenˈdizo] Αραβαν. σεφκλενdίζω [sefklenˈdizo] Αξ. Παρατατ. ζεφκλένdιζα [zefˈklendiza] Αραβαν. Νεότ. ρ. ζεφκλεντίζω = περιπαίζω (Mackridge 2021: 28), το οπ. από το τουρκ. ρ. zevklenmek (αόρ. zefklendi) = α) ευχαριστιέμαι β) περιπαίζω.
Κοροϊδεύω : Ούλ-λο το κόσμος το ζεφκλένdιζε (Όλος ο κόσμος τον κορόιδευε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ούλα να σεφκλενdίσ̑’ το ένα τ’ άλλο (Όλοι να κοροϊδέψουν ο ένας τον άλλο) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. αναγελώ :1, γαριέζω, γελώ, ζαναχεύω, παίζω, παραγελώ
Τροποποιήθηκε: 08/05/2025