ζεφκλεντίζω
(ρ.)
ζεφκλενdίζω
[zefklenˈdizo]
Αραβαν.
ζεφκλεdίζω
[zefkleˈdizo]
Τροχ.
σεφκλενdίζω
[sefklenˈdizo]
Αξ.
Νεότ. ρ. ζεφκλεντίζω = περιπαίζω (Mackridge 2021: 28), το οπ. από το τουρκ. ρ. zevklenmek (αόρ. zefklendi) = α) ευχαριστιέμαι β) περιπαίζω.
Τροποποιήθηκε: 01/10/2025