ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζαναχεύω (ρ.) ζαναχ̇εύω [zanaˈxevo] Φάρασ. τζαναχ̇εύω [dzanaˈxevo] Φάρασ. τσαναχεύου [tsanaˈçevu] Τσουχούρ. τσαναχέου [tʃanaˈxeu] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. çanak = α) γαβάθα, τσανάκα β) ως επίθ. επιδεικτικός, ψευδής για την επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος (Önder 2022: 31). Εναλλακτικά, από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. zenah = α) διπλοσάγονο β) φήμες, κουτσομπολιά (Redhouse).
Κοροϊδεύω ό.π.τ. : Απιδέ 'στέρου να νάχω τ’ αχίλι μου σο τσουφάλι μου, τζαι αβούτζι να μη με ζαναχεύει αν πίσι λαχτόρι (Aποδώ και στο εξής θα έχω το μυαλό μου στο κεφάλι και δεν θα με κοροϊδεύει έτσι ένας βρωμο-κόκκορας) Φάρασ. -Παπαδ. 'σείς παλί μη τα ζαναχεύετε να μη σε κουπανίζει (Εσείς πάλι μην τον κοροϊδεύετε για να μη σας δέρνει) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. «A, κουνdούρα, α, κουνdούρα», τεγί τζαναχ̇εύκαν τα («Α κοντονούρα, α κοντονούρα» την κορόιδευαν) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Φρ. Ο κακκέρ' ζαναχεύει τον γκατουριέρη (Ο χέστης κοροϊδεύει τον κατρουλή˙ όταν ψέγουμε κάποιον για ελάττωμα που έχουμε εμείς σε μαγαλύτερο βαθμό) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Σηκώτε άβ' να υπάμε να ζαναχέψωμε τιζ μνημοράτοι (Σηκωθείτε τώρα να πάμε να κοροϊδέψουμε τους πεθαμένους˙ παιγνιώδης προτροπή για ύπνο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. αναγελώ :1, γαριέζω, γελώ, ζεφκλεντίζω, παραγελώ