ζαμπαράς
(ουσ. αρσ.)
ζαμbαράς
[zambaˈras]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. ζαμπαράς (Μackridge 2021: 26), το οπ. από το τουρκ. ουσ. zampara = γυναικάς.
Γυναικάς