ζαναάτι
(ουσ. ουδ.)
ζαναάτ'
[zanaˈat]
Μισθ.
ζαναέτ'
[zanaˈet]
Αξ.
ζεναάτι
[zenaˈati]
Αφσάρ.
ζενα̈α̈́τ'
[zenæˈæt]
Φλογ.
ζενεέτ͑ι
[zeneˈetʰi]
Φάρασ.
ζενεέτ'
[zeneˈet]
Ουλαγ., Τροχ.
ζενεέσ̑'
[zeneˈeʃ]
Αραβαν.
ζενεχα̈́τι
[zeneˈxæti]
Φάρασ.
ζεναγέτ'
[zenaˈʝet]
Μαλακ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. sınaat = τέχνη, χειροτεχνία, όπου και νεότερος τύπ. zanaat.
Τεχνικό επάγγελμα, τέχνη
ό.π.τ.
:
Το μόνα το ζεναάτι μου: να σαλέψω σο βροσ̑όνι μου τ’ οφτά ρουσ̑ία, 'άν'τα μετερίσω σέφαρα
(Η τέχνη μου είναι να κουνήσω με τα χέρια τα επτά βουνά με μία μόνο προσπάθεια)
Αφσάρ.
-Dawk.
Μάχι να ζαναάτ', να βγάλεις ντου ψωμί σ’
(Μάθε μιά τέχνη να βγάλεις το ψωμί σου )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Tο παιδί μ’ αραdά ’να ζενα̈α̈́τ' σον γκόσμο ό,τ’ δεν είναι ’να ζενα̈α̈́τ'
(To παιδί μου ψάχνει μιά τέχνη που να μην υπάρχει τέτοια τέχνη στον κόσμο)
Φλογ.
-ΚΜΣ-CD
Μη ειπείς τι καμία κι έμαθες το ζενεχα̈́τιν του
(Μην πεις καμία φορά ότι έμαθες την τέχνη του)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Τον γιο μας ντα βγκάλουμε χεκίμη· ένι κερλούς τζ̑αι γολάι ζενεχέτι
(Το γιο μας να τον βγάλουμε γιατρό· είναι κερδοφόρο και εύκολο επάγγελμα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Έν’ ασ’ τα ζαναέτια το σ̑άνισ̑καν
(Ένα από τα επαγγέλματα που ασκούσαν)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Παροιμ.
Το κάμι το ζενεχα̈́τι έν' ο ταμbουράς· μάθε τα τσ̑αι κρέμασ' τα 'ς α γωνία
(Η πιο δύσκολη τέχνη είναι ο ταμπουράς· μάθε τον και κρέμασέ τον σε μιά γωνία˙ η γνώση μιας οποιασδήποτε τέχνης μπορεί να μας φανεί απαραίτητη στην ζωή)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.