ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζαμίρι (ουσ. ουδ.) ζαμίρι [zaˈmiri] Σίλ., Φλογ. ζαμίρ' [zaˈmir] Μαλακ., Μισθ., Σεμέντρ. ζάμιρ' [ˈzamir] Μισθ. Απο το τουρκ. ουσ. zamir = α) αντωνυμία β) συνείδηση.
1. Συνείδηση, φιλότιμο ό.π.τ. : Ατά σερνικός ζάμιρ' ντεν έχ' (Αυτός ο άνδρας συνείδηση δεν έχει) Μισθ. -Κοτσαν. Ζάμιρ' ντέν έεις; (Συναίσθηση δεν έχεις;) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Ο χαρακτήρας του ανθρώπου Μισθ., Σίλ. : Ντου ζάμιρ'-ι-τ' καλό ντέ 'νι (Ο χαρακτήρας του δεν είναι καλός, είναι αφιλότιμος ή υποκριτής) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ζαμίριν του κιοτού 'ναι (Ο χαρακτήρας του είναι κακός) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Eγώ ήρτα να σι̂νατίσω το ζαμίρι σ' και δαρά ότι άνθρωπος είσαι έμαθά σε (Εγώ ήρθα να δοκιμάσω τον χαρακτήρα σου και τώρα σε έμαθα ότι είσαι άνθρωπος) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. γάλπι :1