ζαμίρι
(ουσ. ουδ.)
ζαμίρι
[zaˈmiri]
Σίλ., Φλογ.
ζαμίρ'
[zaˈmir]
Μαλακ., Μισθ., Σεμέντρ.
ζάμιρ'
[ˈzamir]
Μισθ.
Απο το τουρκ. ουσ. zamir = α) αντωνυμία β) συνείδηση.
1. Συνείδηση, φιλότιμο
ό.π.τ.
:
Ατά σερνικός ζάμιρ' ντεν έχ'
(Αυτός ο άνδρας συνείδηση δεν έχει)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ζάμιρ' ντέν έεις;
(Συναίσθηση δεν έχεις;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Ο χαρακτήρας του ανθρώπου
Μισθ., Σίλ.
:
Ντου ζάμιρ'-ι-τ' καλό ντέ 'νι
(Ο χαρακτήρας του δεν είναι καλός, είναι αφιλότιμος ή υποκριτής)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ζαμίριν του κιοτού 'ναι
(Ο χαρακτήρας του είναι κακός)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Eγώ ήρτα να σι̂νατίσω το ζαμίρι σ' και δαρά ότι άνθρωπος είσαι έμαθά σε
(Εγώ ήρθα να δοκιμάσω τον χαρακτήρα σου και τώρα σε έμαθα ότι είσαι άνθρωπος)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
γάλπι :1