ζαμπάκι
(ουσ. ουδ.)
ζαμπάκ'
[zamˈbak]
Γούρδ.
Νεότ. ουσ. ζαμπάκι (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. zambak = κρίνος.
Κρίνος