ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζαμπέτα (ουσ. θηλ.) ζαbέτα [zaˈbeta] Ποτάμ., Σινασσ. ζαβέτα [zaˈveta] Σινασσ. Από το μεσν. ουσ. ζαμπέτι (< αραβ. zabab) = μοσχογαλή και η εξ αυτής παραγόμενη αρωματική ουσία (Λεξ. Κριαρ.)
1. Μοσχογαλή Σινασσ.
2. Nεράιδα ό.π.τ. : Άλλη ζαbέτα φώναζεν σαν πετεινός, άλλη σα να τάγιζε τις κότες του (Άλλη νεράιδα φώναζε σαν πετεινός, άλλη όπως όταν ταΐζει κάποιος τις κότες του) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ326