ζαμπέτα
(ουσ. θηλ.)
ζαbέτα
[zaˈbeta]
Ποτάμ., Σινασσ.
ζαβέτα
[zaˈveta]
Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. ζαμπέτι (< αραβ. zabab) = μοσχογαλή και η εξ αυτής παραγόμενη αρωματική ουσία (Λεξ. Κριαρ.)
1. Μοσχογαλή
Σινασσ.
2. Nεράιδα
ό.π.τ.
:
Άλλη ζαbέτα φώναζεν σαν πετεινός, άλλη σα να τάγιζε τις κότες του
(Άλλη νεράιδα φώναζε σαν πετεινός, άλλη όπως όταν ταΐζει κάποιος τις κότες του)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ326