ζαϊφλαντίζω
(ρ.)
ζαϊφλανdίζω
[zaiflanˈdizo]
Τσουχούρ., Φάρασ.
ζαϊφλαΐζου
[zaiflaˈizu]
Σίλ.
Νεότ. ρ. ζαϊφλαντίζω (Mackridge 2021: 74), το οπ. από το τουρκ. ρ. zayıflamak = γίνομαι αδύναμος.
Αδυνατίζω
ό.π.τ.
:
Χουωριαίνεν τζ̑αι ζαϊφλάνdισε 'σ' το μεράχι του
(Χλώμιασε και αδυνάτισε από τον καημό του)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Το βόιδι νε τρώ’ νε πένι· ’α ζαϊφλανdίσει ’α ψοφήσει
(Το βόδι ούτε τρώει, ούτε πίνει· θα αδυνατίσει, θα ψοφήσει)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
κιοτουλαντίζω, λεφτύνω :1, φτενεύω, ψελιανίσκω