ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψελιανίσκω (ρ.) ψελιανίσ̑κω [pseʎaˈniʃko] Αξ. Από το θ. ψιλιαν- του μεσν. ρ. ψιλιαίνω = λεπταίνω, και το επίθμ. -ίσκω.
1. Λιανίζω κάτι, λεπταίνω Συνών. φτενεύω, ψελιάζω :1
2. Αδυνατίζω, γίνομαι λιγνός : 'σον gαι ψελών' ψελιανίσ̑κ' (Όσο ψηλώνει, αδυνατίζει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. ζαϊφλαντίζω, κιοτουλαντίζω, λεφτύνω :1, φτενεύω