ψάλτης
(ουσ.)
ψάλτης
[ˈpsaltis]
Γούρδ., Μισθ., Σατ., Σίλ., Τελμ., Φλογ.
ψάλτη
[ˈpsalti]
Ουλαγ.
ψαλτάτ'
[psal'tat]
Φάρασ.
Πληθ.
ψάλτηδια
[ˈpsal'tiðʝa]
Φλογ.
Μεταγν. ουσ. ψάλτης. Η λ. από την εκκλ. παράδ.
Ψάλτης
ό.π.τ.
:
Το 'μόν ο τατάς ήτουν παπάς τζαι 'γώ κοντά του ήμουν ψάλτης
(Ο πατέρας μου ήταν παπάς κι εγώ κοντά του ήμουν ψάλτης)
Σατ.
-Παπαδ.
Ντεν έιξαμ' πολλά ψαλτά'ι σου χωριό
(Δεν είχαμε πολλούς ψαλτάδες στο χωριό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τα ψάλτηδια με σο χορό τα στεκνούταν τα φσ̑άγα ψάλλισ̑καν
(Οι ψάλτες με τον χορό των παιδιών που στέκονταν έψελναν)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361