ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψάλτης (ουσ.) ψάλτης [ˈpsaltis] Γούρδ., Μισθ., Σατ., Σίλ., Τελμ., Φλογ. ψάλτη [ˈpsalti] Ουλαγ. ψαλτάτ' [psal'tat] Φάρασ. Πληθ. ψάλτηδια [ˈpsal'tiðʝa] Φλογ. Μεταγν. ουσ. ψάλτης. Η λ. από την εκκλ. παράδ.
Ψάλτης ό.π.τ. : Το 'μόν ο τατάς ήτουν παπάς τζαι 'γώ κοντά του ήμουν ψάλτης (Ο πατέρας μου ήταν παπάς κι εγώ κοντά του ήμουν ψάλτης) Σατ. -Παπαδ. Ντεν έιξαμ' πολλά ψαλτά'ι σου χωριό (Δεν είχαμε πολλούς ψαλτάδες στο χωριό) Μισθ. -Κοτσαν. Τα ψάλτηδια με σο χορό τα στεκνούταν τα φσ̑άγα ψάλλισ̑καν (Οι ψάλτες με τον χορό των παιδιών που στέκονταν έψελναν) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361