ψαλίδι
(ουσ. ουδ.)
ψαλίδ'
[psa'lið]
Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.
ψαλίρι
[psa'liri]
Σίλ.
ψαλίι
[psaˈlii]
Αξ.
Από το μεσν. ουσ. ψαλίδι (< μεταγν. ουσ. ψαλίδιον).
Ψαλίδι
ό.π.τ.
:
Mοναχό μ ’, γιαβάς γιαβάς, μ ’ ένα μικρό ψαλίι, έκοβα νάκτρες τ'νε
(Mοναχή μου, σιγά-σιγά, με ένα μικρό ψαλίδι, έκοβα τις άκρες τους, ενν. των μαλλιών μου)
Αξ.
-Παυλίδ.
Τι γλώσσα νε, αγγλικό ψαλίδ'!
(Τι γλώσσα είναι αυτή, (κόβει σαν) αγγλικό ψαλίδι!)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Παροιμ.
Ἁσ̑ημιώνας ψαλίδ', τσιγκανιού το μαχαλά δε πουλιέται
(Ασημένιο ψαλίδι στο μαχαλά των τσιγγάνων δεν πουλιέται˙ Δεν περιμένει κανείς αρετές από φαύλους ανθρώπους)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
ψαλίδα :1