ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψάλλω (ρ.) ψάλλω [ˈpsalo] Αραβαν., Γούρδ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ. ψάλλου [ˈpsalu] Αφσάρ., Μισθ., Σίλ. ψέλνω [ˈpselno] Ουλαγ., Σίλ. ψαλλίγω [psa'liɣo] Μαλακ. ψαλλένου [psa'lenu] Φάρασ. ψαλλίσκω [psa'lisko] Αραβαν., Γούρδ. ψαλλίσ̑κω [psa'liʃko] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ. ψαλλνίσ̑κω [psalˈniʃko] Αξ., Μισθ., Τσαρικ. Παρατατ. έψαλνα [ˈepsalna] Σίλ. ψάλλισ̑κα [ˈpsaliʃka] Τελμ., Φλογ. ψάλνισκα [ˈpsalniska] Μισθ. Παθ. ψέλνομαι [ˈpselnome] Φάρασ. Μεταγν. ρ. ψάλλω = ψέλνω ψαλμούς με συνοδεία άρπας. Οι τύπ. σε -ίσ̑κω με βάση το θ. ψαλλ- και το επίθμ. -ίσκω, με εξαίρεση το ψαλλνίσ̑κω, που σχηματίστηκε αναλογ. προς τον πρτ. ψάλνισκα.
1. Ψάλλω κ.α., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ. : Πολύ χουσ̑ά ψάλλει (Πολύ καλά ψάλλει) Σίλ. -Κωστ.Σ. Παπάδε ψαλλίσ̑κουν (Οι παπάδες ψέλνουν) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Παπάς μ' ικεί τα κιόταν τα χερίφ ψάλλισ̑καν μ' ένα qυλqί χαβά (Ο παπάς με τους ανθρώπους που βρίσκονταν εκεί έψελναν με μιά γλυκιά μελωδία) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 'ντουν τον χέκιξαμ κάτ', σαλάιζεν του χυμιατό σου σάνατος απάν' και ψάλνισκεν (Όταν το ακουμπούσαμε κάτω, (ο παπάς) τίναζε το θυμιατό πάνω στο λείψανο και έψελνε) Μισθ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Συνών. διαβάζω
2. Διαβάζω Αραβαν., κ.α., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. : Ετό το χαρτί πήρεν ντο ναίκα τ', έψαλέν ντο (Αυτό το χαρτί το πήρεν η γυναίκα του, το διάβασε) Φλογ. -Dawk. Κειάτ' μου ρώκις τ' κιτάπι ψάλλου τα χέλι μέρα (Το βιβλίο που μου έδωσες το διαβάζω κάθε μέρα) Σίλ. -ΔΕΟ Ήβρε του πίταξε ντο βασιλός το χαρτίο· ήνοιξέ ντα, έψαλέ ντα (Βρήκε το γράμμα που έστειλε ο βασιλιάς· το άνοιξε, το διάβασε) Φάρασ. -Dawk. Έψελνις γαζέτα (Διάβαζες εφημερίδα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ψέλνω ντο γράμμα (Διαβάζω το γράμμα) Ουλαγ. -Κεσ. Το παιδί μ’ το Βαγγελ’ αν dο νερό το ψαλλίσκ” (Το παιδί μου το Ευαγγέλιο το διαβάζει νεράκι) Τελμ. -ΚΜΣ-ΚΠ261 Δαρούτσικα, κοντά μ' έψαλλαν και το τελγράφ' (Aμέσως κοντά μου διάβαζαν και το τηλεγράφημα) Φλογ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Τούτη μπασ̑λαdά να ψάλλει: ελίφ, μπε… (Αυτή αρχίζει να διαβάζει: άλφα, βήτα…) Σίλ. -Κωστ.Σ. Nτείχου ντου παιί μ’να ψάλλ' (Μαθαίνω στο παιδί μου να διαβάζει) Μισθ. -Κοτσαν. Να το ψάλεις το Κερεκή το Βαgέλιο τούρτσια ας το αγνανdίσουμ' (Να το διαβάσεις την Κυριακή το Ευαγγέλιο στα τούρκικα να το καταλάβουμε) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Έψαλνις γαζέτα (Διάβαζες εφημερίδα) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Φρ. Αδα̈́ σο τόζιν τζ̑αι σο τουμένι φερμάνι ψέλνεται; (Εδώ στην σκόνη και τον καπνό διαβάζεται φιρμάνι;˙ Για δικαιολογίες αποχώρησης) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Να ψάλλει ντε ξέρ' αμά γράφ' ιμάμης μι έν'; Τσις έν' ντεν το ξεύρω (Να διαβάζει δεν ξέρει, αλλά γράφει, μήπως είναι παπάς; Ποιος είναι δεν το ξέρω˙ Το σαλιγκάρι) Αραβαν. -Φωστ. Συνών. διαβάζω
β. Μελετώ Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ. : Ρώ τ' τέκνους τσιπ ρε ψάλλει (Αυτό το παιδί καθόλου δεν μελετάει ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τα φσ̑έγια μας πολύ καλά ψαλλίσκουν σο σκόλειο (Τα παιδιά μας μελετούν πολύ καλά στο σχολείο ) Αραβαν. -Φωστ. Ψαλνίσ̑κ' πολύ ιτά ντου κ'λάτσ̑' (Διαβάζει πολύ αυτό το παιδί ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Χωρανού τα παιγιά τίχαλ καλά 'ναι! Ψάλλουν ούλο (Τα παιδιά των άλλων πόσο καλά είναι! Συνέχεια μελετούν ) Σινασσ. -Αρχέλ.
γ. Σπουδάζω Σίλ. : Αυτό το παιρί ψάλλει (Αυτό το παιδί σπουδάζει ) Μισθ., Σίλ. -Κωστ.Σ. 'ς σκόλεια 'τουν πάει ψάλλ' (Ὀταν πάει στο σχολείο σπουδάζει, μαθαίνει ) Μισθ. -Φατ.
δ. Διαβάζω ιερατική ευχή ό.π.τ. : Πέγαζάμ' τα να ψαλληθούν (Τα πηγαίναμε να τα διαβάσει ο παπάς ) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Σάμου μας δακνείνκε φίδι για σκορπιός, πααίνκαμ' ση Μαρία του Σούκη, τζ̑αι ψαλλαίνκε ’σ’ το ψαλτηρι΄ αούτσ̑ι ΄ενούμαστε κα (Όταν μας δάγκωνε φίδι ή σκορπιός, πηγαίναιμε στη Μαρία του Σούκη, και διάβαζε από το ψαλτήρι· έτσι γινόμασταν καλά ) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Χριστός πήρε τον άρτον τζ' έψαλε την ευχή ν'τα πληθύνει, τζαι κατέκοψέν τα τζαι δίνκεν τα τις τζιράχοι (Ο Χριστός πήρε τον άρτο και είπε την ευχή για να πληθύνει, δηλ. τον ευλόγησε, και τον έκοψε κομμάτια και τα έδωσε στους μαθητές = %iΜατθ.%i 26.26 Λαβὼν ὁ Ἰησοῦς τὸν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς ) Φάρασ. -Lag. Έλαχαν το μάτ', εθύμιαζάν το, ψάλλισ̑κάν το (Το έπιασε μάτι, το θυμιάτιζαν, το διάβαζαν ) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812