ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψαλίδα (ουσ.) ψαλίδα [psa'liða] Καππ., Τελμ. ψαλίγια [psa'liʝa] Αξ. ψαλίρα [psa'lira] Αραβαν., Γούρδ. ψαλία [psa'lia] Μισθ., Ουλαγ. Από το μεσν. ουσ. ψαλίδα (< αρχ. ψαλίς).
1. Ψαλίδι ό.π.τ. : Έπαρ' ψαλία, κοψ' τα (Πάρε ψαλίδι, κόψ' τα (ενν. τα μαλλιά)) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ν’ άνοιξ' κουρεύιξαμ ’ντα πρόγαδα μι τ’ ψαλία (Την άνοιξη κουρεύαμε τα πρόβατα με το ψαλίδι) Μισθ. -Κοτσαν. || Ασμ. Χάσα το βολόνι μ', ηύρα το ψαλίρα μ' (Έχασα το βελόνι μου, βρήκα το ψαλίδι μου) Αραβαν. -Φωστ. Συνών. ψαλίδι :1
2. Είδος σαρανταποδαρούσας Αξ. Συνών. κιρκαγιάχος, πολυπόδι, ψαλιδίστρα