ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψαχνό (ουσ. ουδ.) ψεχνό [pseˈxno] Σινασσ. Πληθ. ψεχνά [pseˈxna] Σινασσ. Από το μεσν. επίθ. ψαχνός. Η ουσ. του ουδ. ήδη μεσν.
1. Σάρκα, κρέας χωρίς κόκκαλα Συνών. κρέας :2
2. Το εσωτερικό μέρος των μηρών
3. Τα γεννητικά όργανα ανδρών και γυναικών
Τροποποιήθηκε: 22/07/2025