ψαχνό
(ουσ. ουδ.)
ψεχνό
[pseˈxno]
Σινασσ.
Πληθ.
ψεχνά
[pseˈxna]
Σινασσ.
Από το μεσν. επίθ. ψαχνός. Η ουσ. του ουδ. ήδη μεσν.
1. Σάρκα, κρέας χωρίς κόκκαλα
Συνών.
κρέας :2
2. Το εσωτερικό μέρος των μηρών
3. Τα γεννητικά όργανα ανδρών και γυναικών
Τροποποιήθηκε: 22/07/2025