ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψαλτήρι (ουσ. ουδ.) ψαλτήρι [psal'tiri] Αξ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ. ψαλτήρ' [psal'tir] Γούρδ., Φλογ. ψαλτέρι [psal'teri] Φάρασ. ψαλετήρ' [psale'tir] Αξ., Σίλατ., Φλογ. Από το μεσν. ουσ. ψαλτήριν, το οπ. από το αρχ. ουσ. ψαλτήριον. Η λ. από την εκκλ. παράδ.
Eκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τους ψαλμούς, το οπ. χρησιμοποιείται για την εκμάθηση ανάγνωσης ό.π.τ. : Ένα φυλλάδα και ένα ψαλτήρι διάβασα (Ένα αλφαβητάρι και ένα εκκλησιαστικό βιβλίο με ψαλμούς διάβασα) Αξ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Το ψαλτήρ' τίνος ΄ναι (Το εκκλησιαστικό βιβλίο τίνος είναι) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ψάλε εσύ το μάχεμα σ’ ας φυλάγια σ’, και συ ασ' το Ψαλετήρ (Διάβασε εσύ το μάθημα από τη φυλλάδα σου και εσύ από το βιβλίο με τους ψαλμούς) Αξ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Ασμ. Έχεις και γιον στα γράμματα και γιον εις το ψαλτήρι (Έχεις και γιο στα γράμματα και γιο στο ψαλτήρι) Σινασσ. -Αρχέλ. Πβ. αγιασματάρι :1