αγιασματάρι
(ουσ. ουδ.)
αγιασματάρ’
[aʝazmaˈtar]
Γούρδ., Σινασσ.
αϊασματάρι
[aiazmaˈtari]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. ἁγιασματάριον, το οπ. από το ουσ. αγίασμα (θ. αγιασματ-) και το παραγωγ. επίθμ. -άρι.
2. Αγιαστούρα
Σινασσ.
3. Ειδικό μεγάλο δοχείο για τον αγιασμό