ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγιασματάρι (ουσ. ουδ.) αγιασματάρ’ [aʝazmaˈtar] Γούρδ., Σινασσ. αϊασματάρι [aiazmaˈtari] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. ἁγιασματάριον, το οπ. από το ουσ. αγίασμα (θ. αγιασματ-) και το παραγωγ. επίθμ. -άρι.
1. Εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει την ακολουθία του αγιασμού και άλλες ευχές ό.π.τ. Πβ. ψαλτήρι
2. Αγιαστούρα Σινασσ.
3. Ειδικό μεγάλο δοχείο για τον αγιασμό