Άγι-Τάφος
(ουσ. αρσ.)
Άγι-Τάφος
[ˈaʝiˈtafos]
Σινασσ.
Άγιν-dάφος
[ˈaʝinˈdafos]
Σινασσ.
Άγιν-dάφο
[ˈaʝinˈdafo]
Αραβαν., Φλογ.
Άγ̇ιν-dάφο
[ˈaɣinˈdafo]
Αξ.
Άγιν-dάφους
[ˈaʝinˈdafus]
Μαλακ., Μισθ.
Άιν-dάφης
[ˈainˈdafis]
Σίλ.
Από το μεσν. περιφραστικό ουσ. Ἅγιος Τάφος, η οπ. από το επίθ. άγιος και το ουσ. τάφος.
Ο τάφος του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, ο Πανάγιος Τάφος, και κατ’ επέκτ. οι Άγιοι Τόποι
ό.π.τ.
:
Σε υπάου ’ς τουν Άιν-dάφη
(Θα πάω στον Πανάγιο Τάφο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Άι-Γιώργης πήιν ’ς τουν Άιν-dάφου
(Ο Άγιος Γεώργιος πήγε στον Πανάγιο Τάφο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.